Εντείνει διαρκώς την ιταμή πρόκληση
εις βάρος του Ελληνισμού η γειτονική Τουρκία. Ενώ αγνοεί την ύπαρξη της
Κυπριακής Δημοκρατίας και παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματά της,
στέλνοντας το «Μπαρμπαρόσα» στα νότια παράλιά της, διαμαρτύρεται, κι από
πάνω, απειλεί και εκπέμπει τελεσίγραφα.
Ισχυρίζεται -όπως δεν δίστασε να πει ο πρωθυπουργός της- πως
έκανε συμφωνία με το ψευδοκράτος, με τους εγκάθετους, δηλαδή, στα εδάφη
που άρπαξε, πως απέκτησε έτσι δικαίωμα να κάνει έρευνες για φυσικό αέριο
όπου θέλει και πως θα συνεχίσει τα ίδια, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε
κανένα.Κομπάζει, με εθνικιστική υπεροψία, για τη μεγάλη στρατιωτική
δύναμή της και διαμηνύει πως όποιος πλησιάσει το ερευνητικό σκάφος της
θα είναι υπεύθυνος για την κρίση που θα ακολουθήσει. Εμφανίζει το
ψευδοκράτος σαν «θύμα της ελληνοκυπριακής πλευράς» που παραβιάζει
κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο και απειλεί πως, αν η Λευκωσία συνεχίσει την
ίδια τακτική, μπορεί να οδηγηθούμε στην ύπαρξη δύο ανεξάρτητων κρατών.
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που οι κατακτητές ξεπερνούν κάθε όριο προκλητικότητας για να ματαιώσουν δράσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ανάλογα, άλλωστε, συμπεριφέρονταν και στη διάρκεια της πορείας για την ένταξή της στην Ε.Ε. Απαιτούσαν, τότε, να σταματήσουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις και διακήρυσσαν πως, αν υπάρξει ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή οικογένεια, θα προχωρήσουν και οι ίδιοι στην ενσωμάτωση των κατεχόμενων εδαφών. Δεν τσίμπησε τότε η κυπριακή ηγεσία και δεν προχώρησε στις απειλές της η Τουρκία. Και, αντί της ενσωμάτωσης των κατεχομένων, ήρθε το εκτρωματικό Σχέδιο Ανάν.
Τώρα η τουρκική απειλή είναι πιο συγκρατημένη, αφού οι εγκάθετοι του Αττίλα έχουν ήδη ανακηρύξει το ψευδοκράτος των κατεχομένων και δεν κάνουν λόγο για ενσωμάτωση. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να εκμεταλλευτούν την αναστολή των ενδοκυπριακών συνομιλιών και να επιδιώξουν μια νέα διεθνή παρέμβαση, μια επανεκκίνηση με άλλα προτάγματα. Αξιώνοντας νέες υποχωρήσεις και νέες παραχωρήσεις που δεν θα αφορούν στους Τουρκοκυπρίους, αλλά στους στρατηγικούς και ιδίως τους ενεργειακούς στόχους τους. Ηξεραν, άλλωστε, πολύ καλά, πως το πρώτο που θα έφερνε η έξοδος του «Μπαρμπαρόσα» ήταν η διακοπή των συνομιλιών.
Απέναντι σε όλα αυτά, είναι προφανές πως η Ελλάδα και η Κύπρος δεν έχουν κανένα λόγο να ακολουθήσουν συνταγές στρατιωτικής έντασης και να μεταφέρουν το παιχνίδι εκεί που θα ήθελε, που επέλεξε και αισθάνεται ισχυρή η Τουρκία. Βεβαίως χρειάζεται -και υπάρχει ήδη- απόλυτος συντονισμός ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι πολιτικές ηγεσίες δηλώνουν σταθερά στο πλευρό της εκβιαζόμενης και απειλούμενης Κύπρου. Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, Δ. Αβραμόπουλος, υπογράφοντας με τον Κύπριο ομόλογό του το Κοινό Μνημόνιο Χειρισμού Κρίσεων, υπογράμμιζε, στις αρχές Οκτωβρίου, τη σημασία του αμυντικού και επιχειρησιακού συντονισμού όλων των διαδικασιών και όλων των αρμόδιων οργάνων των δύο μερών. Οι υπουργοί Εξωτερικών, υπογράφοντας λίγο αργότερα, τη συμφωνία συνεργασίας στην έρευνα και τη διάσωση, ενοποιώντας ουσιαστικά το θαλάσσιο χώρο μεταξύ των δύο κρατών, έχτιζαν νέες βάσεις κοινής ανταπόκρισης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στη θάλασσα.
Το τουρκικό θράσος μπορεί να προκαλεί, αλλά όχι και να παγιδεύει. Κραυγές ανιστόρητων και αδαών δεν ωφελούν. Ούτε, όμως, και φοβικά σύνδρομα που συνιστούν διπλωματική αδράνεια. Αν η Τουρκία επιμένει να δημιουργεί γεγονότα για να τρέχει ο Ελληνισμός ξοπίσω, είναι η ώρα να αντιληφθεί πως κάνει λάθος. Αλλωστε, έχει πολλά να την ανησυχούν εξαιτίας των όσων συμβαίνουν στα ανατολικά σύνορά της. Αλλά και εξαιτίας των συμφωνιών που έχουν προωθήσει και εξακολουθούν να προωθούν από κοινού Αθήνα και Λευκωσία με τους ενεργειακούς παίκτες της Ανατολικής Μεσογείου. Εκεί, δηλαδή, που παίζεται το νέο και κρίσιμο στρατηγικό παιχνίδι.
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=453588