Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης
ήταν ένας πολιτικός με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν γαλουχήθηκε σε
κόμματα και δεν διέθετε μέντορες ή προστάτες. Διαμορφώθηκε μόνος του
μέσα από τις επιστημονικές του μελέτες και την ευρωπαϊκή του εμπειρία.
Επέλεξε να αφοσιωθεί στην πολιτική επειδή πίστεψε ότι είχε κάτι χρήσιμο
να προσφέρει και όχι επειδή τον προσέλκυε το επάγγελμα. Την αντιμετώπιζε
έτσι ως κλάδο της επιστήμης και της έρευνας. Στις συζητήσεις
προσερχόταν πάντα με επιχειρήματα και ιδέες, συγκεκριμένες πληροφορίες
και προτάσεις. Η στάση του αυτή περιόριζε το ακροατήριό του, εφόσον δεν
διέθετε έτοιμα συνθήματα, ούτε κωδικοποιημένες θέσεις. Προκαλούσε ωστόσο
πάντα το ενδιαφέρον όσων ήθελαν να μάθουν κάτι καινούριο.
Ως πολιτικός, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης ήταν προβλέψιμος. Αυτό το γνώριζαν καλά οι πολιτικοί του αντίπαλοι –ιδίως στο εσωτερικό της αριστεράς. Είχε αποδεχτεί και επεξεργαστεί ορισμένες βασικές αρχές τις οποίες υπηρετούσε με σταθερότητα και επιμονή.
Πρώτα και καλύτερα ήταν αταλάντευτα αριστερός και απέβλεπε σε μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, μέσα από διαρκείς αγωνιστικές προσπάθειες. Πίστευε ότι ο στόχος αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί με ουσιαστικές και τολμηρές μεταρρυθμίσεις και όχι με την προσδοκία μιας ριζικής τομής, η πραγμάτωση της οποίας προβλέπεται στο μακρινό μέλλον.
Δεύτερον, εξαρτούσε τη βελτίωση της κοινωνίας από την οικονομική ανάπτυξη, όχι από την απλή αναδιανομή του πλούτου που έχει ήδη παραχθεί –ούτε βεβαίως από την αναδιανομή πλούτου που δεν έχει καν παραχθεί.
Τρίτον, απαιτούσε την ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον. Η λογική της οικονομικής προόδου με κάθε θυσία, όχι μόνο δεν τον αφορούσε, αλλά τον έβρισκε κατηγορηματικά αντίθετο. Η ανάπτυξη που επεξεργαζόταν μπορούσε έτσι να είναι, ενίοτε, ακριβή.
Τέταρτον, έβλεπε την πορεία της Ελλάδας μέσα από μια ευρύτερη ευρωπαϊκή προοπτική. Θεωρούσε την εθνική αναδίπλωση αναχρονιστική και αδιέξοδη.
Και πέμπτον, ήταν διατεθειμένος να αγωνίζεται σε αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς με την απαραίτητη προϋπόθεση της εσωτερικής δημοκρατίας και του σεβασμού των μειοψηφικών απόψεων. Δεν είχε έτσι καμιά διάθεση συμφιλίωσης με αυταρχικά και αρχηγικά κόμματα, και μάλιστα με όσα επικαλούνταν την παράδοση του λεγόμενου δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Αυτή ήταν μια επιλογή αρχών, που την καθιστούσε ωστόσο και αναγκαία η διαπίστωση ότι οι απόψεις του δεν αναμένονταν να κερδίσουν εύκολα ευρεία συναίνεση. Για τη διάδοση και την αποδοχή τους απαιτούσαν διαρκή επιχειρηματολογία και επιμονή.
Εφόσον όλοι γνώριζαν το γενικό του προσανατολισμό, τη συνέπεια και τη σταθερότητά του, μπορούσαν εύκολα να εικάσουν τις γενικές του επιλογές σε κάθε νέα συγκυρία. Στο πλαίσιο των σημερινών ευρωεκλογών, για παράδειγμα, είναι απολύτως βέβαιο ότι, σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των επιφανών πολιτικών, αυτός θα μιλούσε για την Ευρώπη. Οι νεοφιλελεύθερες και οι ανοικτά αντιδραστικές πολιτικές που εφαρμόζονται στις ισχυρότερες χώρες δεν θα μετρίαζαν διόλου την εμμονή του στη ευρωπαϊκή συνεργασία. Αντί να υπεκφεύγει για να αποφύγει την αντιπαράθεση με το ισχυρό αντιευρωπαϊκό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα, θα επέμενε ακόμα περισσότερο στη συμπόρευση με τους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες του, όσο αδύναμοι και αν εμφανίζονται αυτή τη στιγμή, καθώς και στο προβλέψιμο μέλλον. Οι ευρωεκλογές, θα ισχυριζόταν, αφορούν πρωτίστως την Ευρώπη, δεν είναι πρόφαση ή υποκατάστατο εθνικών εκλογών. Παρομοίως στο πλαίσιο των αυτοδιοικητικών εκλογών, αυτός θα μιλούσε για αυτοδιοίκηση, για τοπικά ζητήματα και για το περιβάλλον. Τα σκάνδαλα και οι καταχρήσεις, δεν θα μείωναν την αφοσίωσή του στην ανάγκη δημοκρατικής συναίνεσης σε κάθε δήμο και κάθε περιφέρεια.
Η προβλέψιμη αυτή στάση του θα προσέκρουε βεβαίως σε ένα σοβαρό πρόβλημα. Αν ήθελε σήμερα να μιλήσει για την Ευρώπη και τη λογική μιας αποτελεσματικής και αξιόπιστης αυτοδιοίκησης, με δυσκολία θα έβρισκε πρόθυμους συνομιλητές. Χωρίς να το επιδιώκει, θα προκαλούσε έτσι εχθρότητες ακόμα και μέσα σε χώρους στους οποίους θα ανέμενε συμμάχους. Με τους αντιπάλους της ευρωπαϊκής προοπτικής, η αναμέτρηση του θα ήταν απλή και σαφής. Θα έφερνε ωστόσο σε πολύ δύσκολη θέση αυτούς που παραμένουν πιστοί στην Ευρώπη, αλλά αποφεύγουν να το προβάλλουν για να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με το κυρίαρχο κλίμα του σκεπτικισμού και της αναδίπλωσης. Επίσης θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στον κυρίαρχο πολιτικό διάλογο που κοιτάζει είτε προς τα πίσω, είτε προς το μέλλον, αγνοώντας προσεκτικά το παρόν. Η ιδέα πάλι της αρνητικής διαφήμισης, που ξεπερνά σήμερα κάθε προηγούμενο, των ύβρεων και των υψηλών τόνων θα τον ενοχλούσε τόσο βαθιά, που μετά βίας θα μπορούσε να συμμετέχει στα τηλεοπτικά παράθυρα και τον λεγόμενο δημόσιο διάλογο.
Παρά την ευγένεια του χαρακτήρα του και το πολιτισμένο του ύφος, οι αντίπαλοί του δεν τον νοσταλγούν ιδιαιτέρως. Προβλέποντας ότι θα τους καλούσε να απαντήσουν σε δεδομένα και όχι σε γενικές διακηρύξεις, γνωρίζουν καλά ότι ο διάλογος μαζί του δεν θα ήταν εύκολος. Τον νοσταλγούν ωστόσο πολύ οι φίλοι και οι συνεργάτες του. Νοσταλγούν τις ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του, που γύριζαν πάντα σε θέματα της επικαιρότητας. Νοσταλγούν τον γρήγορο και οξυδερκή του λόγο, το κοφτό του ύφος, τις αντιρρήσεις του, τις τολμηρές του τοποθετήσεις, το σπινθηροβόλο του βλέμμα. Περισσότερο απ’ όλα νοσταλγούν τις καινούριες ιδέες που έφερνε πάντα στις συζητήσεις μαζί τους. Διότι μπορεί να παρέμενε σταθερός στις αρχές που είχε επιλέξει, αλλά μπροστά στα νέα κάθε φορά προβλήματα και μπροστά στις νέες καταστάσεις ήταν ουσιαστικά απρόβλεπτος. Διάβαζε και ενημερωνόταν πολύ, ρωτούσε και συζητούσε, αλλά πάνω απ’ όλα σκεφτόταν και δημιουργούσε.
Ακόμα και οι καλύτεροι φίλοι του Μιχάλη Παπαγιαννάκη δεν μπορούν να προβλέψουν σήμερα με ποια συγκεκριμένα επιχειρήματα θα μιλούσε για την οικονομική κρίση, τα κοινωνικά προβλήματα, την πολιτική συγκυρία ή την Ευρώπη. Είναι ωστόσο βέβαιοι ότι θα τους ενθάρρυνε να σκεφτούν και αυτοί, να αναζητήσουν, να πάρουν θάρρος και να τολμήσουν. Διότι ήξεραν καλά ότι τους αγαπούσε και ότι νοιαζόταν γι’ αυτούς και για την προκοπή τους. Γι’ αυτό και είχαν επιλέξει να μετατρέψουν τη φιλία τους σε θεσμό, σε μια λέσχη συζητήσεων και σε ένα πρότυπο δημιουργικής ανταλλαγής απόψεων. Έχουν περάσει κιόλας πέντε χρόνια από τις τελευταίες τους συναντήσεις, αλλά το χαμόγελό του παραμένει χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη τους.
* Αναδημοσίευση απο την Ιστοσελίδα http://popaganda.gr
Ως πολιτικός, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης ήταν προβλέψιμος. Αυτό το γνώριζαν καλά οι πολιτικοί του αντίπαλοι –ιδίως στο εσωτερικό της αριστεράς. Είχε αποδεχτεί και επεξεργαστεί ορισμένες βασικές αρχές τις οποίες υπηρετούσε με σταθερότητα και επιμονή.
Πρώτα και καλύτερα ήταν αταλάντευτα αριστερός και απέβλεπε σε μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, μέσα από διαρκείς αγωνιστικές προσπάθειες. Πίστευε ότι ο στόχος αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί με ουσιαστικές και τολμηρές μεταρρυθμίσεις και όχι με την προσδοκία μιας ριζικής τομής, η πραγμάτωση της οποίας προβλέπεται στο μακρινό μέλλον.
Δεύτερον, εξαρτούσε τη βελτίωση της κοινωνίας από την οικονομική ανάπτυξη, όχι από την απλή αναδιανομή του πλούτου που έχει ήδη παραχθεί –ούτε βεβαίως από την αναδιανομή πλούτου που δεν έχει καν παραχθεί.
Τρίτον, απαιτούσε την ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον. Η λογική της οικονομικής προόδου με κάθε θυσία, όχι μόνο δεν τον αφορούσε, αλλά τον έβρισκε κατηγορηματικά αντίθετο. Η ανάπτυξη που επεξεργαζόταν μπορούσε έτσι να είναι, ενίοτε, ακριβή.
Τέταρτον, έβλεπε την πορεία της Ελλάδας μέσα από μια ευρύτερη ευρωπαϊκή προοπτική. Θεωρούσε την εθνική αναδίπλωση αναχρονιστική και αδιέξοδη.
Και πέμπτον, ήταν διατεθειμένος να αγωνίζεται σε αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς με την απαραίτητη προϋπόθεση της εσωτερικής δημοκρατίας και του σεβασμού των μειοψηφικών απόψεων. Δεν είχε έτσι καμιά διάθεση συμφιλίωσης με αυταρχικά και αρχηγικά κόμματα, και μάλιστα με όσα επικαλούνταν την παράδοση του λεγόμενου δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Αυτή ήταν μια επιλογή αρχών, που την καθιστούσε ωστόσο και αναγκαία η διαπίστωση ότι οι απόψεις του δεν αναμένονταν να κερδίσουν εύκολα ευρεία συναίνεση. Για τη διάδοση και την αποδοχή τους απαιτούσαν διαρκή επιχειρηματολογία και επιμονή.
Εφόσον όλοι γνώριζαν το γενικό του προσανατολισμό, τη συνέπεια και τη σταθερότητά του, μπορούσαν εύκολα να εικάσουν τις γενικές του επιλογές σε κάθε νέα συγκυρία. Στο πλαίσιο των σημερινών ευρωεκλογών, για παράδειγμα, είναι απολύτως βέβαιο ότι, σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των επιφανών πολιτικών, αυτός θα μιλούσε για την Ευρώπη. Οι νεοφιλελεύθερες και οι ανοικτά αντιδραστικές πολιτικές που εφαρμόζονται στις ισχυρότερες χώρες δεν θα μετρίαζαν διόλου την εμμονή του στη ευρωπαϊκή συνεργασία. Αντί να υπεκφεύγει για να αποφύγει την αντιπαράθεση με το ισχυρό αντιευρωπαϊκό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα, θα επέμενε ακόμα περισσότερο στη συμπόρευση με τους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες του, όσο αδύναμοι και αν εμφανίζονται αυτή τη στιγμή, καθώς και στο προβλέψιμο μέλλον. Οι ευρωεκλογές, θα ισχυριζόταν, αφορούν πρωτίστως την Ευρώπη, δεν είναι πρόφαση ή υποκατάστατο εθνικών εκλογών. Παρομοίως στο πλαίσιο των αυτοδιοικητικών εκλογών, αυτός θα μιλούσε για αυτοδιοίκηση, για τοπικά ζητήματα και για το περιβάλλον. Τα σκάνδαλα και οι καταχρήσεις, δεν θα μείωναν την αφοσίωσή του στην ανάγκη δημοκρατικής συναίνεσης σε κάθε δήμο και κάθε περιφέρεια.
Η προβλέψιμη αυτή στάση του θα προσέκρουε βεβαίως σε ένα σοβαρό πρόβλημα. Αν ήθελε σήμερα να μιλήσει για την Ευρώπη και τη λογική μιας αποτελεσματικής και αξιόπιστης αυτοδιοίκησης, με δυσκολία θα έβρισκε πρόθυμους συνομιλητές. Χωρίς να το επιδιώκει, θα προκαλούσε έτσι εχθρότητες ακόμα και μέσα σε χώρους στους οποίους θα ανέμενε συμμάχους. Με τους αντιπάλους της ευρωπαϊκής προοπτικής, η αναμέτρηση του θα ήταν απλή και σαφής. Θα έφερνε ωστόσο σε πολύ δύσκολη θέση αυτούς που παραμένουν πιστοί στην Ευρώπη, αλλά αποφεύγουν να το προβάλλουν για να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με το κυρίαρχο κλίμα του σκεπτικισμού και της αναδίπλωσης. Επίσης θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στον κυρίαρχο πολιτικό διάλογο που κοιτάζει είτε προς τα πίσω, είτε προς το μέλλον, αγνοώντας προσεκτικά το παρόν. Η ιδέα πάλι της αρνητικής διαφήμισης, που ξεπερνά σήμερα κάθε προηγούμενο, των ύβρεων και των υψηλών τόνων θα τον ενοχλούσε τόσο βαθιά, που μετά βίας θα μπορούσε να συμμετέχει στα τηλεοπτικά παράθυρα και τον λεγόμενο δημόσιο διάλογο.
Παρά την ευγένεια του χαρακτήρα του και το πολιτισμένο του ύφος, οι αντίπαλοί του δεν τον νοσταλγούν ιδιαιτέρως. Προβλέποντας ότι θα τους καλούσε να απαντήσουν σε δεδομένα και όχι σε γενικές διακηρύξεις, γνωρίζουν καλά ότι ο διάλογος μαζί του δεν θα ήταν εύκολος. Τον νοσταλγούν ωστόσο πολύ οι φίλοι και οι συνεργάτες του. Νοσταλγούν τις ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του, που γύριζαν πάντα σε θέματα της επικαιρότητας. Νοσταλγούν τον γρήγορο και οξυδερκή του λόγο, το κοφτό του ύφος, τις αντιρρήσεις του, τις τολμηρές του τοποθετήσεις, το σπινθηροβόλο του βλέμμα. Περισσότερο απ’ όλα νοσταλγούν τις καινούριες ιδέες που έφερνε πάντα στις συζητήσεις μαζί τους. Διότι μπορεί να παρέμενε σταθερός στις αρχές που είχε επιλέξει, αλλά μπροστά στα νέα κάθε φορά προβλήματα και μπροστά στις νέες καταστάσεις ήταν ουσιαστικά απρόβλεπτος. Διάβαζε και ενημερωνόταν πολύ, ρωτούσε και συζητούσε, αλλά πάνω απ’ όλα σκεφτόταν και δημιουργούσε.
Ακόμα και οι καλύτεροι φίλοι του Μιχάλη Παπαγιαννάκη δεν μπορούν να προβλέψουν σήμερα με ποια συγκεκριμένα επιχειρήματα θα μιλούσε για την οικονομική κρίση, τα κοινωνικά προβλήματα, την πολιτική συγκυρία ή την Ευρώπη. Είναι ωστόσο βέβαιοι ότι θα τους ενθάρρυνε να σκεφτούν και αυτοί, να αναζητήσουν, να πάρουν θάρρος και να τολμήσουν. Διότι ήξεραν καλά ότι τους αγαπούσε και ότι νοιαζόταν γι’ αυτούς και για την προκοπή τους. Γι’ αυτό και είχαν επιλέξει να μετατρέψουν τη φιλία τους σε θεσμό, σε μια λέσχη συζητήσεων και σε ένα πρότυπο δημιουργικής ανταλλαγής απόψεων. Έχουν περάσει κιόλας πέντε χρόνια από τις τελευταίες τους συναντήσεις, αλλά το χαμόγελό του παραμένει χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη τους.
* Αναδημοσίευση απο την Ιστοσελίδα http://popaganda.gr
Ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας είναι Καθηγητής, Διεθυντής Πρόγραμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας.