15 Ιουλίου 2014

Μήπως οι «δωσίλογοι» της κατοχής δεν ήταν όλοι δωσίλογοι;

Θανάσης ΓκότοβοςΜε πρόσφατο άρθρο του στην «aixmi.gr» ο αγαπητός Κώστας Παπαχρήστου αποφάσισε - τολμηρός όπως είναι – να θέσει για άλλη μια φορά τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Άνοιξε πολλά, μεγάλα και δύσκολα θέματα. Μερικά, μάλιστα, από αυτά είναι για την ελληνική κοινωνία, εβδομήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, ακόμη θέματα απαγορευμένα, όπως έδειξε όχι τόσο το ίδιο το επεισόδιο με την επίθεση στον Νίκο Μαραντζίδη, αλλά κυρίως ο σχολιασμός του εκ μέρους μιας σειράς παραγωγών δημόσιου λόγου.

Ούτε λίγο ούτε πολύ ειπώθηκε ότι αν κάποιος εξαγνίζει με τα κείμενά του δωσίλογους και Ταγματασφαλίτες, δεν πρέπει να εκπλήσσεται για τα…. αντίποινα που ενδέχεται να ακολουθήσουν με τη μορφή σωματικής βίας. Αλλά ας πάμε στην ουσία.
Πριν από τον Ρόζενμπαουμ, ένας επίσης αμερικανός συγγραφέας, ο Ντάνιελ Γκόλντχάγκεν, είχε υποστηρίξει περίπου τις ίδιες θέσεις με το πολύκροτο βιβλίο του «Hitler’s willing executioners». Ο ίδιος ο τίτλος του εν λόγω βιβλίου προϊδεάζει για ενεργή, μαζική και αυτόβουλη συμμετοχή του γερμανικού λαού στα εγκλήματα που συνδέονται με το ναζιστικό καθεστώς, συμπεριλαμβανομένης της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης.
Είναι γεγονός ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, ένας περιθωριακός τύπος, κατάφερε να εκφράσει πολιτικά όχι μόνο την οργή και την απελπισία ενός ηττημένου ισχυρού έθνους απέναντι στους νικητές και τους αρχιτέκτονες της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αλλά και την παραδοσιακή (και γι αυτό προ-ναζιστική) τάση της Γερμανίας (των γερμανικών ελίτ) να επεκταθεί ανατολικά και να αποκτήσει την ηγεμονία στην Ευρώπη.
Για την (Μεγάλη) Ιδέα της γερμανικής ελίτ, όντως ο Χίτλερ αποτέλεσε χαρισματικό πολιτικό εκφραστή και οργανωτικό διεκπεραιωτή, αλλά με καταστροφικό αποτέλεσμα. Προφανώς, η υλοποίηση του γερμανικού ρεβανσισμού και μεγαλοϊδεατισμού θα μπορούσε να προχωρήσει και χωρίς τον αφανισμό των Εβραίων, των Τσιγγάνων, των αναπήρων και άλλων «ανεπιθύμητων» μειονοτήτων της Γερμανίας και της Ευρώπης.
Εδώ, κυρίως, έρχεται ο εφαρμοσμένος κρατικός ρατσισμός των Ναζί να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα της χιτλερικής εποχής. Οι «ιδέες» καθαυτές δεν ήταν τόσο «νέες» όσο νομίζουμε, το νέο στοιχείο ήταν κυρίως η μαζική και βιομηχανική οργάνωση της πραγμάτωσής τους. Μαζικές εκτελέσεις εθνοτήτων και αμάχων, όπως επίσης αφανισμούς και ακρωτηριασμούς προσώπων που ανήκαν σε «ανεπιθύμητες» ομάδες είχαμε και αλλού, πριν από τον Χίτλερ, και εκτός ναζιστικού πλαισίου. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε παραδείγματα, είναι λίγο πολύ γνωστά. Η διαχρονική μελέτη της βίας στις κοινωνίες, ιδιαίτερα της βίας του πολέμου, είναι μια δύσκολη υπόθεση, καθώς οι μορφές της είναι πολλές και οι στόχοι για τη χρήση της επίσης πολλαπλοί. Μόνη η ψυχολογική προσέγγιση της βίας δεν είναι σε θέση να μας δώσει μια επαρκή ερμηνεία, παρότι μπορεί να συμβάλει θετικά στην ερμηνεία της.
Τα υπόλοιπα ζητήματα (κυβερνήσεις δωσιλόγων στην Ελλάδα της κατοχής, συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής, ένοπλη αντίσταση και αντίποινα) – αυτά κι αν δεν είναι στην Ελλάδα απαγορευμένα θέματα. Απαγορευμένα, όχι με την έννοια ότι απαγορεύεται να μιλά κανείς γι αυτά – το αντίθετο συμβαίνει – αλλά με την έννοια ότι έχουν δημιουργηθεί (ανάλογα με την εποχή) «καθεστώτα αλήθειας» για τα συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία ασκούν πίεση στους ανεξάρτητους ομιλητές να προσαρμόσουν το λόγο τους στο μήκος κύματος των πομπών των επίσημων και καθιερωμένων εκδοχών για τα γεγονότα.
Όντως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στη συζήτηση για την ελληνο-γερμανική προσέγγιση και τη μετάθεση της ευθύνης για την εκδίκαση των υποθέσεων των Γερμανών εγκληματιών πολέμου πλέον από τη γερμανική Δικαιοσύνη το Φθινόπωρο του 1959, με την πολύκροτη υπόθεση Μέρτεν, προσπάθησε να εξηγήσει τα γερμανικά αντίποινα στα Καλάβρυτα, λέγοντας ότι είχε προηγηθεί η εκτέλεση πάνω από 70 Γερμανών αιχμαλώτων από μονάδα του ΕΛΑΣ της περιοχής.
Ο Κανελλόπουλος είπε το προφανές, ότι δηλαδή η σφαγή των Καλαβρύτων έγινε αφού είχε προηγηθεί η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων και αφού ο Γερμανός διοικητής πληροφορήθηκε την εκτέλεση. Αυτό που είπε ο Κανελλόπουλος το 1959, όμως, αμφισβητήθηκε από ορισμένες πλευρές όχι μόνον τότε, αλλά και πολύ αργότερα.
Ακόμη και σήμερα υπάρχουν παράγοντες που το αμφισβητούν, παρά το ότι δεν υπάρχει πλέον χώρος για παρόμοια αμφισβήτηση, πλην του απόλυτου ιστορικού βολονταρισμού.
Ο Κανελλόπουλος ποτέ δεν δικαιολόγησε τη σφαγή των Καλαβρύτων, προσπάθησε μόνο να την ερμηνεύσει, συνδέοντας τα δύο γεγονότα. Αλλά εκείνη την εποχή, όπως ακριβώς και σήμερα, οι ερμηνείες για τέτοια γεγονότα έπρεπε να κινούνται μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι κάποιος δεν ερμηνεύει, αλλά εξαγνίζει τη σφαγή προωθώντας μια συγκεκριμένη ερμηνεία, ακόμη και αν αυτή ανταποκρίνεται στα γεγονότα. Άρα, γίνεται «δωσίλογος».         Εκεί ακριβώς φαίνεται να έχουν σταματήσει οι δείκτες του ρολογιού του επιστημονικού διαλόγου από τότε μέχρι σήμερα. Η δημόσια συζήτηση δεν γίνεται με επιχειρήματα, αλλά με συνθήματα και μερικές φορές με (φυσικά) πλήγματα.
Ποιοι ήταν ακριβώς οι «δωσίλογοι» της κατοχής; Ήταν οι υπάλληλοι του κατεχόμενου ελληνικού κράτους – σε οποιονδήποτε τομέα – που δεν είχαν βγει στο βουνό «δωσίλογοι»; Οι έμποροι και οι τεχνίτες που δεν είχαν εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις τους να βγουν στο βουνό, το ίδιο; Οι γεωργοί που συνέχιζαν να καλλιεργούν τα χωράφια τους και να μαζεύουν τις ελιές, παρά την κατοχή, ήταν «δωσίλογοι»; Οι δικαστές που δίκαζαν στα δικαστήρια; Οι εκπαιδευτικοί που δίδασκαν στα σχολεία; Ήταν όλοι όσοι είχαν επιλέξει την προσαρμογή και τη συμβίωση με το κατοχικό καθεστώς, αντί της ρήξης και της ένοπλης σύγκρουσης με αυτό, «δωσίλογοι»; Μήπως «προσκυνημένοι»;  Ή μήπως απλώς αντιδραστικοί «συνεργάτες»;
Τι σημαίνει ακριβώς η έκφραση «συνεργασία με τους Γερμανούς (Ιταλούς)» επί κατοχής; Μήπως δεν ήταν η μομφή «συνεργάτης των Γερμανών» η πιο συνηθισμένη δικαιολογία για τη μείζονα αντιστασιακή οργάνωση (ΕΑΜ) προκειμένου να νομιμοποιηθεί η χρήση ένοπλης βίας  εναντίον «αντιδραστικών στοιχείων»; Μήπως δεν κατηγορήθηκε ο ίδιος ο Ζέρβας, αρχηγός της δεύτερης σε δύναμη αντιστασιακής οργάνωσης, ήδη στα μέσα του 1943 ότι ήταν «συνεργάτης» των Ιταλών και μετά των Γερμανών; Μήπως δεν είναι γνωστό ότι ο Ζέρβας δεν είχε την τύχη των άλλων υποτιθέμενων «συνεργατών» του εχθρού, όπως π.χ. ο Ψαρρός, όχι επειδή το ΕΑΜ απέσυρε την κατηγορία, αλλά επειδή απλά δεν κατόρθωσε να διαλύσει με τη στρατιωτική ισχύ που διέθετε τα τμήματα του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο το Φθινόπωρο και τον Χειμώνα του 1943;
Το κεφάλαιο, συνεπώς, «συνεργάτες του εχθρού» είναι πονεμένο κεφάλαιο, όχι επειδή τέτοιοι δεν υπήρξαν, αλλά επειδή το στίγμα χρησιμοποιήθηκε αδιακρίτως εναντίον του αντιπάλου στα πλαίσια ενός αδυσώπητου πρώιμου εμφυλίου για την μονοπώληση της ένοπλης βίας.
Αφήνω τελευταίο το κεφάλαιο της ένοπλης αντίστασης και των αντιποίνων. Ακόμη δεν μπορούμε να δεχθούμε στην Ελλάδα το προφανές: ότι η ένοπλη αντίσταση κατά του κατακτητή, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ούτε ενιαία υπήρξε, ούτε και ελεύθερη. Η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων ήταν από την αρχή σχεδόν αδυσώπητη, με εξαίρεση ορισμένα διαλείμματα.
Ελληνική κατάρα; Όχι ακριβώς. Παρόμοιες καταστάσεις, με ίδια δομικά χαρακτηριστικά, θα δούμε στη γειτονική Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο την ίδια περίοδο. Και στις τρεις χώρες η αντίσταση συνδέθηκε πολύ νωρίς με το καθεστωτικό ζήτημα και γι αυτό υπήρξε μέσα στην κατοχή ένοπλη εμφύλια σύρραξη με σαφές πολιτικό περιεχόμενο, πέρα από οποιοδήποτε άλλο δευτερεύον που ανάγεται σε πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Στις δύο από τις τρεις χώρες, το διακύβευμα πέτυχε. Στην Ελλάδα, απέτυχε. Δυστυχώς για ορισμένους, ευτυχώς για άλλους, ακόμη και για κάποιους από τους ανανήψαντες ηττημένους. Όπως συμβαίνει συνήθως στην Ιστορία….