http://assets.philenews.com/data/2014/12/03/skitso-04122014.jpg
Στις διεθνείς σχέσεις η θεωρία του πολιτικού ρεαλισμού αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις σχολές σκέψης για την επεξήγηση της συμπεριφοράς και δράσης των κρατών, αλλά και ευρύτερα της σύστασης, λειτουργίας και οργάνωσης του διεθνούς συστήματος. Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που ενυπάρχουν σε αυτή τη σχολή σκέψης, από τον κλασικό ρεαλισμό μέχρι και τον νεορεαλισμό, όλοι συμφωνούν πως στη διεθνή πολιτική, ενόσω αυτή ασκείται σε ένα περιβάλλον διεθνούς αναρχίας, η φυσική κατάσταση πραγμάτων είναι ο πόλεμος, στον οποίο παρεμβάλλονται διαστήματα ειρήνης. Συνεπώς, και ανεξάρτητα από τα γενεσιουργά αίτια της υπάρχουσας φυσικής κατάστασης πραγμάτων, η ασφάλεια των κρατών εξαρτάται από την ισχύ (κυρίως στρατιωτική και οικονομική) που αυτά διαθέτουν στο διεθνές σύστημα. Στη βάση των θεωρούμενων αυτών πραγματικοτήτων, ο πολιτικός ρεαλισμός αναζητά το σύστημα διεθνούς ασφάλειας που θα μπορεί, κατά το δυνατόν, να ελέγχει/ρυθμίζει τόσο τις ασυμμετρίες ισχύος μεταξύ των κρατών, όσο και τις αλλαγές/διαφοροποιήσεις που αναπόφευκτα επισυμβαίνουν στην ισχύ που αυτά διαθέτουν στην πορεία του χρόνου. Από αυτό το σημείο, όμως, και μετά οι εκφραστές αυτής της σχολής σκέψης διαφωνούν ως προς το ποιο σύστημα διεθνούς ασφάλειας είναι καλύτερο, υποστηρίζοντας κάποιοι τον ηγεμονισμό και κάποιοι άλλοι την ισορροπία δυνάμεων υπό τη μορφή είτε ενός διπολικού, τριπολικού είτε πολυπολικού συστήματος.
 Αν και ο πραγματισμός που χαρακτηρίζει τον πολιτικό ρεαλισμό στην επεξήγηση πολιτικών φαινομένων δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί, ωστόσο η θεωρία αυτή επιδέχεται έντονης αμφισβήτησης από άλλες σχολές σκέψης όπως του φιλελευθερισμού και των κριτικών θεωριών, μεταξύ άλλων, για την προσκόλλησή της στο ΤΙ ΕΙΝΑΙ στην πολιτική και την εγγενή αδυναμία της να προσεγγίσει το ΤΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ. Με άλλα λόγια, ο πολιτικός ρεαλισμός και τα προτεινόμενα από αυτόν συστήματα ασφάλειας τελικά καθίστανται μέρος του πολιτικού προβλήματος, αφού οι προτεινόμενες λύσεις όχι μόνο δεν προσφέρουν στην ανθρωπότητα κάποια έξοδο από τον φαύλο κύκλο της πολιτικής ισχύος, ανασφάλειας και ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών που αργά ή γρήγορα θα έχουν ως κατάληξη ένα νέο πόλεμο, αλλά αντίθετα τον συντηρούν και τον διαιωνίζουν.
 
Αυτός ο θεωρητικός και φαινομενικά αφηρημένος διάλογος μεταξύ διαφόρων σχολών σκέψης στις διεθνείς σχέσεις, σε ένα άλλο επίπεδο εκφράζει τα διλήμματα με τα οποία θα έπρεπε να έρχονται αντιμέτωποι όσοι ασχολούνται με την πρακτική άσκηση της πολιτικής. Ας πάρουμε ως παράδειγμα το νέο «πογκρόμ» της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου όπως αυτό εκδηλώθηκε με την επίθεση της στην κυπριακή ΑΟΖ. Η νέα αυτή τουρκική επιθετικότητα εγείρει μια σειρά ζητημάτων που χρήζουν εξέτασης, όπως για παράδειγμα, ποιοι οι λόγοι, σε τι στοχεύει, με ποιο χρονικό ορίζοντα, πώς αντιμετωπίζεται και στη βάση ποιων επιδιώξεων. Για λόγους οικονομίας επικεντρώνομαι στους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης της επιθετικότητας.
 
Αν ακολουθηθεί το παράδειγμα του πολιτικού ρεαλισμού τότε η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να επιδιώξει κάλυψη των δικών της κενών ισχύος, στρατιωτικών και οικονομικών. Σε αυτό το πλαίσιο εμπίπτουν εισηγήσεις όπως η ενίσχυση και ο εξοπλισμός της εθνικής φρουράς, η σύναψη περιφερειακών στρατιωτικών συμμαχιών, η κάλυψη των περιφερειακών κενών στρατιωτικής ισχύος με τυχόν διαθέσιμη ισχύ σε ευρωπαϊκό ή/και διεθνές επίπεδο, ή ακόμη και η σύναψη περιφερειακών συνεργασιών ως ενός ανταγωνιστικού μπλοκ προς τα τουρκικά συμφέροντα. Σε ποιο βαθμό, βέβαια, ανάλογες εισηγήσεις λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής, ή το πιθανό αποτέλεσμα, ή ακόμη και το πιθανό πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικό κόστος που σημαίνουν για την Κύπρο, είναι προς κρίση.
 
Αν, όμως, επιχειρούσαμε να διευρύνουμε την αναζήτηση τρόπων αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας εκτός των ορίων του πολιτικού ρεαλισμού, εντάσσοντας για παράδειγμα ιδέες από τις κριτικές θεωρίες, τότε ίσως να συζητούσαμε το ενδεχόμενο της περιφερειακής ολοκλήρωσης ως μια νέα μορφή περιφερειακής συνεργασίας. Η Κύπρος, αξιοποιώντας τα ιδιαίτερα ποιοτικά της χαρακτηριστικά και με αφετηρία τον τομέα της ενέργειας, θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία για τη σύσταση, ίσως και τη φιλοξενία στο έδαφός της, των αναγκαίων θεσμών και μηχανισμών για περιφερειακή ολοκλήρωση. 
 
Υπό αυτή την έννοια, αν η τριμερής συνεργασία Αιγύπτου, Ελλάδας, Κύπρου όπως δρομολογήθηκε με τη διακήρυξη του Καΐρου και η επικείμενη με το Ισραήλ περιοριστούν σε μια περιφερειακή συμμαχία ενός ανταγωνιστικού προς τα τουρκικά συμφέροντα μπλοκ θα είναι θνησιγενής, εκτός και αν εξελιχθούν σε πυρήνες προώθησης της περιφερειακής ολοκλήρωσης. Ένα τέτοιο συνεργασιακό περιβάλλον, αντί του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που στήνεται, η Τουρκία δεν θα μπορούσε ούτε να το αγνοήσει ούτε και να το αντιπαλέψει με όρους ηγεμονικής ισχύος.Ηθικό δίδαγμα: Καλός και χρήσιμος ο Θουκυδίδης, πλην όμως η τόση προσκόλληση σε αυτό το παράδειγμα και μόνο καταντά αντι-επιστημονική.
 
*Η Μέλανη Αντωνίου έχει διδακτορικό στις Διεθνείς Σχέσεις και μεταδιδακτορική έρευνα σε νέα συστήματα παγκόσμιας διακυβέρνησης.