Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Το θέμα που θα μας απασχολήσει στο παρόν σημείωμα πηγαίνει πολύ πέρα από το αν μια άγνωστη, πρώην μαρξίστρια Λιθουανή πολιτικός, εννοούσε ή όχι αυτά που (μάλλον σωστά, κατ’ εμέ) της αποδίδονται. Αυτό που σε κάποιους από εμάς φαντάζει ανατριχιαστικό είναι η ίδια η φιλοσοφία της σύγχρονης «κοινωνίας της αγοράς» σε σχέση με την Υγεία. (Θα προσέθετα εξίσου και την Παιδεία, αλλά αυτό θα με έβγαζε εκτός θέματος…) Γιατί, το να σε αφήνουν να πεθάνεις (και μάλιστα, μαρτυρικά) αν δεν έχεις να πληρώσεις για μια αξιοπρεπή (ιδιωτική, φυσικά) περίθαλψη, είναι μια μορφή de facto ευθανασίας. Η κυρία υπουργός, παραμερίζοντας τα προσχήματα, πρότεινε απλά την de jure επισημοποίηση της ιδέας!
Το ερώτημα στο οποίο θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση, διατυπώνεται ως εξής: Είναι ρατσιστική η μεταχείριση που επιφυλάσσει στους φτωχούς ασθενείς μια Πολιτεία που βάζει τους νόμους της ελεύθερης αγοράς πάνω από τη μέριμνα για τον άνθρωπο; Δεν θα σπεύσω να απαντήσω, πριν τονίσω ότι αυτή τούτη η έννοια του ρατσισμού επιδέχεται διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να κάνω εδώ χρήση του ορισμού που είχαμε δώσει σε παλιότερο άρθρο μας σ’ αυτό το site:
Ρατσισμός είναι η διάκριση σε βάρος μιας ομάδας ανθρώπων, μελών μιας κοινωνίας, λόγω ενός συνόλου κοινών χαρακτηριστικών που τα μέλη της ομάδας φέρουν ακούσια (δεν είναι αποτέλεσμα δικής τους επιλογής) και τα οποία (χαρακτηριστικά) δεν συνιστούν ανασταλτικούς παράγοντες για τη συμμετοχή των μελών της ομάδας στην κοινωνία, με βάση κοινά αποδεκτές αξίες και αρχές.
Έχοντας κατά νουν τον ορισμό αυτό, ας θεωρήσουμε μια κοινωνική ομάδα φέρουσα τα κοινά χαρακτηριστικά «φτωχός» και «ασθενής». Εξ υποθέσεως, η ομάδα αυτή είναι θύμα, ή υποψήφιο θύμα, κρατικής πολιτικής που (άμεσα ή έμμεσα) εξωθεί τα μέλη της σε ευθανασία. Καταρχήν, οι ιδιότητες λόγω των οποίων η ομάδα υφίσταται αρνητική διάκριση, είναι μη-επιλεγμένες (κανείς δεν θέλει να είναι φτωχός ή ασθενής!). Το κρίσιμο ερώτημα, τώρα, είναι κατά πόσον οι ιδιότητες αυτές συνιστούν απαγορευτικούς παράγοντες για συμμετοχή των μελών της ομάδας στην ευρύτερη κοινωνία.
Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε τη φράση «με βάση κοινά αποδεκτές αξίες και αρχές», που εμπεριέχεται στον ορισμό του ρατσισμού. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι αρχές αυτές εξ ορισμού απεικονίζονται (πλειοψηφικά, τουλάχιστον) στις αποφάσεις της εκλεγμένης κυβέρνησης. Μπορούμε, λοιπόν, να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις:
1. Αν υπέρτατη αξία για την κοινωνία είναι η κατά το δυνατόν απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς (πράγμα που, μεταξύ άλλων, συνεπάγεται ελαχιστοποίηση της κρατικής μέριμνας για τους αδυνάτους), τότε οι ιδιότητες «φτωχός» και «ασθενής» συνιστούν, σε συνδυασμό, αποτρεπτικούς παράγοντες για συνεχιζόμενη συμμετοχή στην κοινωνία. Λυπούμαι που θα στενοχωρήσω την αξιόλογη συναρθρογράφο Ντίνα Εξάρχου, αλλά στο πλαίσιο μιας τέτοιας κοινωνίας, η πολιτική της ευθανασίας των φτωχών ασθενών δεν είναι ρατσιστική!
2. Αν η κοινωνική συνείδηση (και, συνακόλουθα, η κρατική πολιτική) δομείται πάνω στις αρχές του ανθρωπισμού, τότε οι προαναφερθείσες ιδιότητες αποτελούν μια δυσάρεστη μεν, αλλά εν τέλει αποδεκτή πρόκληση για την κοινωνία ώστε να αποδείξει έμπρακτα την πίστη στις θεμελιώδεις αρχές της. Στην περίπτωση αυτή, κάθε μειοψηφούσα άποψη για ευθανασία των φτωχών ασθενών θα ήταν πράγματι δείγμα ρατσιστικής νοοτροπίας!
Και καθώς, κόντρα στις αρχικές προσδοκίες μας, δεν
βρήκαμε, τελικά, μονοσήμαντη απάντηση στο ερώτημά μας, αφήνουμε τη
συνειρμική σκέψη μας να μας παρασύρει πολλά χρόνια πίσω, τότε που ο
εξοντωτικός ρατσισμός βρήκε τους πιο αυθεντικούς και αφοσιωμένους
εκφραστές του…
Τον Σεπτέμβριο του 1939, ξεκίνησε μυστικά στη Γερμανία το ναζιστικό πρόγραμμα ευθανασίας, το διαβόητο “Aktion T4”,
για άτομα με βιολογικές ή πνευματικές ιδιαιτερότητες, τα οποία οι ναζί
κατέτασσαν στα «κατώτερα όντα» που δεν δικαιούνταν να απολαμβάνουν το
προνόμιο της ζωής. Όταν αργότερα το μυστικό διέρρευσε, η ίδια η
γερμανική κοινωνία (και ιδιαίτερα ο κλήρος) αντέδρασε, αναγκάζοντας τον
Χίτλερ να διατάξει την (προσωρινή, όπως αποδείχθηκε αργότερα) αναστολή
του προγράμματος, τον Αύγουστο του 1941.
Όπως είναι φανερό, το πρόγραμμα ευθανασίας ήταν ασύμβατο
με τις αξίες και τις αρχές του μέσου μη-ναζιστή Γερμανού, ο οποίος
(συνειδητά ή όχι) το έκρινε ως ρατσιστικό, με βάση τον ορισμό που δώσαμε
στην έννοια αυτή. Βέβαια, η ίδια αυτή γερμανική κοινωνία αντιμετώπισε
με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάποιες άλλες δολοφονίες που έλαβαν χώρα
λίγο αργότερα, τούτη τη φορά με κριτήρια φυλετικά…
Τώρα, αν επιτρέψω στους σουρεαλιστικούς συνειρμούς μου να με πάνε
τόσο μακριά ώστε να ισχυριστώ ότι διακρίνω ίχνη ναζιστικής σκέψης στις
ακρότατες εκδοχές του λεγόμενου πολιτικού νεοφιλελευθερισμού,
είναι βέβαιο πως θα εισπράξω ειρωνείες από μερίδα αναγνωστών. Θα αφήσω,
έτσι, τον αναγνώστη να αποφασίσει για λογαριασμό του αν η de facto
ευθανασία στην οποία οδηγούν τον μη-προνομιούχο άνθρωπο οι σύγχρονες,
δαρβινικής έμπνευσης και σκληρότητας, «κοινωνικές» πολιτικές που
χαράσσονται κατά τις επιταγές της ελεύθερης (αν όχι ασύδοτης) αγοράς,
έχουν ή όχι οποιαδήποτε σχέση με τις ρατσιστικές πολιτικές του Τρίτου
Ράιχ.
Δηλώνοντας ευθέως, παρεμπιπτόντως (και με κίνδυνο να
δυσαρεστήσω καλούς φίλους) ότι οι συμπάθειες που τρέφω για κάποιους
βασανισμένους λαούς κλονίζονται επικίνδυνα σαν σκέφτομαι πως, οι
περισσότεροι από τους δημιουργούς και έμπρακτους εκφραστές των πιο
απάνθρωπων σύγχρονων οικονομικών θεωριών και πρακτικών, ανήκουν στην
ίδια ομάδα με εκείνους που βίωσαν, κατά εκατομμύρια, τη φρικτότερη
εκδοχή του ρατσισμού που γνώρισε η παγκόσμια Ιστορία. Και οι νοούντες,
νοήτωσαν…