01 Σεπτεμβρίου 2013

Συρία: ένας μεταμοντέρνος δίκαιος πόλεμος;

https://lh3.ggpht.com/-aXmm5TVPE2E/UTo6P5dLHRI/AAAAAAAABOs/rFY3Yp48H14/s1600/syria_uprising_2013-03-08.pngΛονδίνο, Του Κώστα Δουζίνα
Καθώς οι δυτικές δυνάμεις ετοιμάζονται να κάνουν πόλεμο με τη Συρία, έχοντας φαινομενικά ξεχάσει τα διδάγματα του Ιράκ, είναι καιρός να θυμηθούμε τα ηθικά και νομικά επιχειρήματα που δικαιολογούν τη χρήση υπέρτερης ισχύος για «ανθρωπιστικούς» σκοπούς.

Ιστορικά, οι άνθρωποι πολεμούν για τη θρησκεία, την αυτοκρατορία, το έθνος ή την ιδεολογία. Βασιλείς, αυτοκράτορες και ηγέτες προτιμούν να προσθέτουν ένα λεπτό στρώμα υψηλών αρχών στα ευτελή τους κίνητρα και τις φονικές τους εκστρατείες. Στη δυτική παράδοση, η αναζήτηση μιας ηθικής δικαιολογίας έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση της θεωρίας του «δίκαιου πολέμου». Ομως, η έλλειψη ενός «διαιτητή», που θα πέρναγε από κόσκινο τα αντικρουόμενα επιχειρήματα των αντιμαχόμενων πλευρών, έχει μετατρέψει την έννοια του δίκαιου πολέμου σε έναν από τους πιο περίπλοκους ηθικούς λαβυρίνθους.


Επίχρισμα ηθικής

Σήμερα δεν έχει αλλάξει κάτι: η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κοσοβάρων, των Ιρακινών, των Κούρδων ή των Παλαιστινίων, των δικαιωμάτων των γυναικών στο Αφγανιστάν και του πληθυσμού των πόλεων της Συρίας δεν είναι παρά το εντυπωσιακό επίχρισμα ηθικής και νομικής αιτιολόγησης σε πολέμους που διεξήχθησαν πρωτίστως για στρατηγικούς σκοπούς.

Τα επιχειρήματα περί δίκαιου πολέμου είναι γεμάτα ηθικές αμφισημίες. Οπως το έθετε ο Ουίνταμ Λιούις, «κανένας πόλεμος σε όλη την Ιστορία δεν ήταν άδικος, εκτός από αυτούς που έκαναν οι εχθροί μας». Η θεωρία του δίκαιου πολέμου εξελίχθηκε από την Εκκλησία του Μεσαίωνα, στην προσπάθειά της να υπηρετήσει τον καίσαρα-αυτοκράτορα χωρίς να εγκαταλείψει τελείως τις δεσμεύσεις της έναντι του Θεού. Ενας δίκαιος πόλεμος ανοικοδομούσε την τρωθείσα ηθική τάξη και οι θεολόγοι ανέπτυξαν ειδικά κριτήρια για να καθορίζουν την ηθικότητα του εκάστοτε πολέμου (jus ad bellum). Το εκκολαπτόμενο διεθνές δίκαιο εγκατέλειψε αυτή την αναζήτηση τον 17ο και 18ο αιώνα. Εκανε δεκτή την άποψη πως η κήρυξη πολέμου ήταν προνομιακό δικαίωμα των βασιλέων, κι έτσι ανέπτυξε κανόνες που ρύθμιζαν την πολεμική συμπεριφορά με βάση αρχές όπως η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα (jus in bello). Αυτοί οι νόμοι για τον περιορισμό των πολεμικών «υπερβολών» δεν εφαρμόζονταν βέβαια στους αποικιακούς πολέμους κατά των «αγρίων», ούτε στις αστυνομικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια σε επαναστάτες και αντάρτες.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ηγέτες των ναζί δικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ειρήνης και ο Χάρτης του ΟΗΕ εδραίωσε τη διάκριση ανάμεσα σε επιθετικούς και αμυντικούς πολέμους. Αυτές οι αιτιάσεις περί παγκόσμιας δικαιοσύνης συνοδεύτηκαν, ωστόσο, από μια αντιφατική δέσμευση για το απαραβίαστο της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών, επιτρέποντας στις μεγάλες δυνάμεις να διεκδικούν το ηθικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους, την ίδια στιγμή που θωρακίζονταν από την κριτική για τις δικές τους παραβιάσεις. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, η νέα τάξη έλυσε αυτή την αντίφαση, όπως μας λένε, διαβρώνοντας το επιχείρημα της εθνικής κυριαρχίας.

Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ασφάλεια των πληθυσμών προσφέρουν τη μεταμοντέρνα δικαιολόγηση του πολέμου σε κράτη, συμμαχίες και τη διεθνή κοινότητα συνολικά. Ομως αυτή η διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας εφαρμόζεται μόνο στα αδύναμα κράτη. Η τεράστια στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική υπεροχή των ηγεμονικών δυνάμεων ευθυγραμμίζει το ηθικό επιχείρημα με την ωμή βία. Οι κυβερνήσεις ανέκαθεν κυβερνούν, δεν ενεργούν ηθικά. Αυτό δεν αλλάζει όταν ηθικά και νομικά επιχειρήματα αντικαθιστούν το θεολογικό δόγμα. Οι συνθήκες για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι γεμάτες με αόριστες και συχνά αντιφατικές έννοιες. Το κατά πόσο τα γεγονότα στη Ρουάντα ήταν ή όχι γενοκτονία («ναι», σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές οργανώσεις που βρίσκονταν εκεί, «όχι» σύμφωνα με το Συμβούλιο Ασφαλείας) δεν κρίνεται από τις διεθνείς συνθήκες, αλλά από πολιτικούς και διπλωμάτες που τις ερμηνεύουν ανάλογα με τα κρατικά τους συμφέροντα. Το δίκαιο και η ηθική δεν είναι για τις κυβερνήσεις παρά μία μόνο παράμετρος, δίπλα στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής, τα οικονομικά επιχειρήματα και τις στρατιωτικές δυνατότητες και επιλογές. Η πεποίθηση ότι το δίκαιο μπορεί να δώσει τις σωστές απαντήσεις σε δυσεπίλυτα πολιτικά προβλήματα δεν είναι παρά ένα προσωπείο για να αποπολιτικοποιούνται οι δύσκολες πολιτικές αποφάσεις.

Αντίστοιχα ζητήματα προκύπτουν και στους διεθνείς οργανισμούς, όταν αυτοί λειτουργούν σαν επιτροπές αποτελούμενες από κυβερνήσεις. Πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ, τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά επέμεναν πως μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας υπέρ της επέμβασης θα αποδυνάμωνε τις αντιρρήσεις. Ομως τρία μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας –η Κίνα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες– παραβιάζουν συστηματικά τα δικαιώματα των ίδιων τους των πολιτών. Κανείς προοδευτικός άνθρωπος δεν θα υποστήριζε τη μεταχείριση που υφίστανται οι Θιβετιανοί ή οι Τσετσένοι, ούτε τη συνεχή εφαρμογή της θανατικής ποινής από την Κίνα και τις ΗΠΑ. Ομως οι ίδιοι προοδευτικοί αποδέχονται ευχαρίστως αυτές τις κυβερνήσεις σαν τελικούς κριτές σε θέματα διεθνούς νομιμότητας. Λίγους μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου, ρώτησα έναν υψηλόβαθμο Κινέζο αξιωματούχο αν η Κίνα θα ασκήσει το δικαίωμά της για βέτο. Μου αποκρίθηκε πως η χώρα του δεν έχει συμφέροντα στο Ιράκ και πως αναμένει ως αντάλλαγμα για την υποστήριξή της προς τις ΗΠΑ τη βελτίωση των μεταξύ τους εμπορικών σχέσεων, αλλά και την παράβλεψη των δικών της «δυσκολιών» σε θέματα καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λίγες μέρες αργότερα, η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η ηθική και τα ανθρώπινα δικαιώματα επιστρατεύονται όταν εξυπηρετούν τα κρατικά συμφέροντα, και παραμερίζονται με ευκολία όταν δημιουργούν πραγματικούς ή φανταστικούς περιορισμούς.

Οι ανθρωπιστικές ανησυχίες της κοινής γνώμης έχουν βέβαια κάποια επιρροή στην εσωτερική πολιτική των κυβερνήσεων. Ομως η Ρουάντα, το Νταρφούρ, η Γάζα και η Συρία δείχνουν πως η ανθρωπιστική δράση ή αδράνεια καθορίζεται από τα στρατηγικά συμφέροντα των ηγεμονικών δυνάμεων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια σύλληψη του 18ου αιώνα και παραμένουν ώς σήμερα μια γραμμή υπεράσπισης απέναντι στην κυριαρχία και την καταπίεση των ατόμων από την κρατική και την ιδιωτική εξουσία. Ομως σήμερα έχουν μετατραπεί σε ένα εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής. Καθώς η νέα τάξη υποστηρίζει πως ενεργεί για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας, όσοι αντιστέκονται σε αυτήν προσδιορίζονται ως απάνθρωποι ή υπάνθρωποι, που τους αξίζει αφανισμός. Οι γενοκτονίες της πρόσφατης Ιστορίας διενεργήθηκαν από λαούς που αυτοπροσδιορίζονταν ως πλήρεις άνθρωποι, σε βάρος λαών που προσδιορίζονταν ως λιγότερο άνθρωποι, ώστε να δικαιολογηθεί η επανάληψη μίας τέτοιας ύβρεως.

Ηθική και βία μαζί

Στη νέα παγκόσμια τάξη, τα ηθικά επιχειρήματα και η ωμή βία αλληλοϋποστηρίζονται αρμονικά. Η ηθική υπάρχει μόνο αν είναι αποτελεσματική, και η στρατιωτική δράση είναι ηθική μόνο όταν είναι επιτυχής. Στον σύγχρονο πόλεμο επικρατεί μια αυστηρή ιεράρχηση ως προς την αξία της ανθρώπινης ζωής. Η ζωή των Δυτικών στρατιωτών είναι όλο και περισσότερο προστατευμένη, ενώ οι ζωές των αμάχων πολιτών και των στρατιωτών της άλλης πλευράς είναι πλέον εντελώς ανυπεράσπιστες. Αυτός είναι και ο λόγος που στη Συρία δεν θα επιχειρήσουν χερσαίες δυνάμεις, αλλά μόνο βομβαρδιστικά αεροσκάφη, κι αυτά από μεγάλο ύψος.

Ταυτόχρονα, σε αυτή τη νέα τάξη, η γεωγραφική αρχή της μοντέρνας εθνικής κυριαρχίας σταδιακά και επιλεκτικά εγκαταλείπεται για τα μικρότερα κράτη, για να αντικατασταθεί από γεωγραφικούς «χώρους» χωρίς σύνορα. Τα μεταμοντέρνα γεωπολιτικά αξιώματα εφαρμόζονται σε πλανητική κλίμακα. Οι αναταράξεις στην περιφέρεια πρέπει να καταστέλλονται εξίσου με αυτές που συμβαίνουν στο κέντρο. Ο ουρανός είναι ταυτόχρονα το σύμβολο της νέας τάξης, αλλά και το προτιμώμενο πολεμικό πεδίο μέσω της χρήσης των βομβαρδιστικών αεροσκαφών και των μη επανδρωμένων «drones» για τη διεξαγωγή των επιθέσεων. Η δράση ενάντια σε όσους αντιστέκονται στη νέα τάξη παίρνει τη μορφή μιας αστυνομικής επιχείρησης, που αποσκοπεί στην τιμωρία εγκληματιών του ποινικού δικαίου, και όχι πολιτικών αντιπάλων. Ο ηθικά και στρατιωτικά κατώτερος αντίπαλος δεν είναι πια απλά ένας «εχθρός», αλλά ένας συνδυασμός «αγρίου» και «εσωτερικού εχθρού».

Ο κοσμοπολίτικος νεοφιλελευθερισμός έχει παρουσιαστεί από την καθεστηκυία φιλοσοφία ως «παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο». Οι περισσότερες αυτοκρατορίες, τα κράτη και τα νομικά συστήματα έχουν θεμελιωθεί μέσα από τη βία, τον πόλεμο ή την επανάσταση. Το ίδιο ισχύει και για τη δική μας «ανθρωπιστική» παγκόσμια τάξη. Η ιδρυτική της βία εφαρμόστηκε στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Παλαιστίνη, και ίσως τώρα στη Συρία –αλλά και στη συστηματική βία της πολιτικής της οικονομίας. Υπό το καθεστώς του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» (Washington consensus), τα ανθρώπινα δικαιώματα και η χρηστή οικονομική διαχείριση επιβάλλονται συστηματικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο ως προαπαιτούμενα για τη διεθνή βοήθεια, το εμπόριο και τις επενδύσεις. Ομως, η υπόσχεση πως η οικονομική ανάπτυξη σε κάθε χώρα υπό την καθοδήγηση των δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς θα οδηγούσε τις χώρες του νότου σε δυτικού τύπου οικονομικό και βιωτικό επίπεδο αποδείχθηκε απατηλή. Η ικανότητα της Δύσης να μετατρέπει τις πολιτικές και ανθρώπινες ελευθερίες σε οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα βασίστηκε σε τεράστιες μεταβιβάσεις πλούτου από τις αποικίες προς το κέντρο. Μια παγκόσμια ηθική και δικαιοσύνη θα απαιτούσε την αντίστροφη ροή πόρων από τις μητροπόλεις προς την περιφέρεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι πολιτικά εφικτό.

Η υπόσχεση για ραγδαία οικονομική ανάπτυξη του Νότου μέσω της ελεύθερης αγοράς είναι το «ευγενές ψέμα» της διεθνούς πολιτικής. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα: το χάσμα ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο και ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερο.

Σύμφωνα με την Oxfam, πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Και κάπου 35% της παιδικής θνησιμότητας ανά τον κόσμο οφείλεται στη ελλιπή διατροφή.

Η αόρατη βία

Η συστημική βία της παγκόσμιας αδικίας είναι αόρατη για τους υποστηρικτές του «ανθρωπισμού», που την αντιμετωπίζουν ως το φυσικό, αναπόδραστο πεπρωμένο για τις «λιγότερο πολιτισμένες» περιοχές του κόσμου. Οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις δεν θα αντιμετωπίσουν φυσικά τα οικονομικά και νομικά καθεστώτα που καταδικάζουν εκατομμύρια ανθρώπους σε θάνατο από εύκολα θεραπεύσιμες ασθένειες, έλλειψη τροφίμων ή άλλες βασικές ελλείψεις σε αγαθά πρώτης ανάγκης. Παρά τις διαφορές ως προς το περιεχόμενό τους, η αποικιοκρατία και ο επιθετικός ανθρωπισμός συνιστούν ένα συνεχές, δύο επεισόδια στο ίδιο δράμα, που ξεκίνησε με τις μεγάλες ανακαλύψεις του Νέου Κόσμου και συνεχίζεται σήμερα στους δρόμους του Ιράκ, του Αφγανιστάν και οσονούπω της Συρίας: το δράμα του εκπολιτισμού των βαρβάρων. Η επίκληση της ανάγκης για εξάπλωση της Λογικής και του Χριστιανισμού έδωσε στις δυτικές αυτοκρατορίες την αίσθηση υπεροχής και το κίνητρο παγκόσμιας επέκτασης που είχαν ανάγκη. Η ανάγκη αυτή είναι και σήμερα υπαρκτή: οι ιδέες επανακαθορίστηκαν, αλλά η πεποίθηση στην παγκοσμιότητα της δικής μας κοσμοθεώρησης παραμένει εξίσου ισχυρή με εκείνη των αποικιοκρατών. Ο νεοφιλελευθερισμός και η χαμηλής έντασης εξαγώγιμη δημοκρατία είναι η σημερινή έκφραση του πολιτισμικού «πακέτου» της Δύσης. Οπως και τα παλαιότερα πακέτα, συνδυάζει ταυτόχρονα την επιθετική βία με την υπόσχεση της λύτρωσης, υποσχόμενο το καλύτερο, αλλά συχνά οδηγεί στο χειρότερο.

Απόδοση από τα αγγλικά: Γ. Τσιάρας