30 Σεπτεμβρίου 2013

Η «Ελληνική Νομαρχία» και οι αρχές της ισότητας και της ελευθερίας

http://www.topontiki.gr/photos/250x/pod_2609_032_cmyk1380187289.jpg
Ξενοφών Α. ΜπρουντζάκηςΈνα από τα σπάνια κείμενα του Ελληνικού Διαφωτισμού, η «Ελληνική Νομαρχία», μέσα στο μεταρρυθμιστικό πνεύμα της εποχής υπό την επιρροή της Γαλλικής Επανάστασης, αποτελεί τεκμήριο επαναστατικότητας για τον υπόδουλο ελληνισμό. Ωστόσο αξίζει να σημειώσουμε ότι παρά τη σκληρή κριτική που ασκεί στους ιεράρχες δεν θίγει για κανέναν λόγο τον θεσμό της Εκκλησίας
Σπάνια ο νεοελληνικός δοκιμιακός λόγος συνδύασε το φλογερό ύφος με τη σοφία και την ακρίβεια, αλλά και τον ενθουσιασμό με τη λογική και τη βαθύτητα όπως η «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου Έλληνος. Έχουμε να κάνουμε με ένα προεπαναστατικό κείμενο, το απαύγασμα του ελληνικού διαφωτισμού, που περικλείει προφητικά και ουσιαστικά την περιπετειώδη συγκρότηση και εξέλιξη του νεότερου ελληνισμού.
Πρόκειται για ένα εμβληματικό βιβλίο, η ανάγνωση του οποίου συμβάλλει στην εθνική μας αυτογνωσία, αλλά διαβλέπει και ερμηνεύει από το παρελθόν τα μελλούμενα και το σήμερα. Αυτό το έργο - κλειδί για τον νεότερο ελληνισμό ελάχιστοι Έλληνες το έχουν διαβάσει, πράγμα που εξηγεί ευλόγως την κακιά μας μοίρα. Αλήθεια, ποιος τόπος στη σύγχρονη τουλάχιστον Ιστορία του περιφρόνησε τόσο πολύ την ίδια του την παράδοση, την πνευματικότητά του, τη διαχείριση του πολιτισμού του, των γραπτών του κειμένων; Η «Ελληνική Νομαρχία» παραμένει μια άγνωστη χώρα, όπως ακριβώς και η ίδια η χώρα μας στους πολίτες της...

Το εμβριθές κείμενο κυκλοφόρησε – σαν από ειρωνεία ή σαν από συμβολισμό – ανυπόγραφο, για να απευθυνθεί σε όλους τους Έλληνες, στο σύνολο του ελληνισμού, απελευθερωμένο από την υποκειμενικότητα του προσώπου και της υπογραφής του, τα οποία εγείρουν στη χώρα μας δυσπιστία και ακατανόητη αντιπαλότητα – ενίοτε και εχθρότητα.

Το έργο του Ανωνύμου Έλληνος, που γράφτηκε γύρω στα 1806, τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο στην Ιταλία και κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Ελληνική Νομαρχία», είναι ένα ιδεολογικό επαναστατικό μανιφέστο που προσβλέπει στην εθνική αφύπνιση του υπόδουλου ελληνισμού. Ταυτόχρονα σηματοδοτεί την απαρχή μιας δομημένης νεοελληνικής σκέψης που συνειδητά καλεί τον ελληνισμό να αναλάβει την ευθύνη μιας εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής δράσης.

Η συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή (1774) είχε αποτέλεσμα την άνθιση της ναυτιλίας και του εμπορίου. Μέσα από αυτά τα νέα κοινωνικά - οικονομικά δεδομένα, αναπτύχθηκε μια αστική τάξη, η οποία θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των εθνικών μας ζητημάτων. Η νέα αυτή τάξη δεν θα μείνει ασυγκίνητη στην επίδραση που άσκησαν τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης. Οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού θα διαδοθούν στον διάσπαρτο ελληνισμό, τόσο στις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης όσο και στις παραδουνάβιες περιοχές. Έτσι δημιουργήθηκε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ο οποίος διαμόρφωσε το αίτημα της ανεξαρτησίας μετατρέποντάς το από συλλογική επιθυμία σε πολιτικό ζητούμενο.

Το έργο του Ανωνύμου Έλληνος είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της επίδρασης που δέχτηκε ο υπόδουλος ελληνισμός από τις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Ο Ανώνυμος Έλλην θεωρεί την επανάσταση εφικτή, εκτός από αναγκαία. Η άποψή του μάλιστα, καθώς φαίνεται από τα γραφτά του, δεν στηρίζεται σε συναισθηματικούς παράγοντες, αλλά σε βαθύτατη γνώση των πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων της εποχής του. Ο ανώνυμος συγγραφέας έχει στέρεη την πεποίθηση ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία «ευβρίσκεται εις τα ολοίσθια του θανάτου».

Το βιβλίο, που αριθμεί 266 σελίδες, είναι αφιερωμένο στον εθνομάρτυρα και πρόδρομο της ελληνικής Επανάστασης του 1821 Ρήγα Βελεστινλή. Μάλιστα, μια από τις πολλές εκδοχές που αναφέρονται σχετικά με την πατρότητα του έργου θέλει να είναι γραμμένο συλλογικά από επαναστάτες, φίλους του Ρήγα, που είχαν καταφύγει κυνηγημένοι στο Λιβόρνο της Ιταλίας, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν ένα από τα σημαντικότερα επαναστατικά κέντρα της Ευρώπης. Η «Ελληνική Νομαρχία» σύμφωνα με τον Ανώνυμο Έλληνα, δεν είναι άλλη από τη φιλόνομη εκείνη πολιτεία, στην οποία, για να συσταθεί, προέχει πριν από όλα η απόκτηση της ελευθερίας.

«Ιδού, λοιπόν, πόσον αναγκαία είναι η ελευθερία εις τον άνθρωπον, διά να γνωρίσει το είναι του. Ο δούλος, αδελφοί μου, δεν γίνεται ποτέ ελεύθερος, αν δεν γνωρίσει τι εστί η ελευθερία, και όστις αγνοεί την ελευθερία, αγνοεί το είναι του. Ο δούλος ποτέ δεν στοχάζεται ότι είναι όμοιος με τον κύριόν του, αλλά είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός πρέπει να είναι δούλος και εκείνος κύριος».
Επόμενο είναι να αποζητά την απελευθέρωση, πράγμα που θα επιτευχθεί μόνο με μια εθνική επανάσταση. Στο κείμενο υποστηρίζεται ότι οι συνθήκες για την εθνεγερσία – την εποχή που γράφεται (1806) – είναι περισσότερο ώριμες από ποτέ. Ωστόσο, επισημαίνεται κατηγορηματικά και με έμφαση ότι αυτή η επαναστατική διαδικασία πρέπει να σχεδιαστεί και να βασιστεί αποκλειστικά στις ίδιες δυνάμεις της πατρίδας και κατ’ ουδέναν τρόπο να μη στηριχτεί σε ξένες δυνάμεις, όπως, για παράδειγμα, υποστήριζε ο Κοραής και ως έναν βαθμό και ο Ρήγας. Ωστόσο, ο Ανώνυμος δεν χαρίζεται στο εγχώριο κατεστημένο της εξουσίας που διαχειρίζεται τη σκλαβιά του ελληνισμού. Η «Ελληνική Νομαρχία» είναι καταπέλτης ενάντια σε όσους δικαίως θεωρεί ότι εκμεταλλεύονται τον λαό. Έτσι, καταφέρεται συντριπτικά εναντίον των Φαναριωτών, του κλήρου, των κοτζαμπάσηδων, αλλά και διαφόρων εμπόρων και άλλων ανώτερων ομάδων ή κοινωνικών τάξεων.

Στο έργο στηλιτεύεται η παρακμή του ελληνισμού και καταδεικνύεται ταυτόχρονα η απελευθερωτική προοπτική του γενικού ξεσηκωμού. Έντονα επικριτικός είναι ο λόγος της «Ελληνικής Νομαρχίας» κατά του εκκλησιαστικού κατεστημένου, των ρασοφόρων και των χριστιανών πασάδων, των κοινώς αποκαλούμενων κοτζαμπάσηδων, τους οποίους δεν διστάζει να θεώρει εξίσου καταπιεστές με τους Τούρκους. Αποκαλύπτει την άγρια φορολογία του λαού, κατά την οποία ο κάθε υπόδουλος Έλληνας ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει του 1/3 του εισοδήματός του στην Εκκλησία, έτσι που η κατοχή άνω του 1/3 περίπου της υποδουλωμένης γης από το Πατριαρχείο και τα μοναστήρια να έχει μετατρέψει κατ’ ουσία τους περισσότερους Έλληνες σε δουλοπάροικους. Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο χαρακτηρισμός τους ως «τουρκαρχόντων» από τον Ανδριώτη επαναστάτη Δημήτρη Μπαλή.

Σε αυτήν την τακτική φορολογία δεν συμπεριλαμβάνονται οι συχνοί έκτακτοι φόροι που έκαναν τη ζωή των υπόδουλων αβάσταχτη. Έκτακτοι φόροι, όπως τα περιβόητα «εμβατίκια», «φιλότιμα», «ζητείαι», «συνοικέσια», «δίσκοι», «λειτουργικά», «παρρησίαι», «προθέσεις», «ψυχομερίδια» και άλλα ανάλογα, που εμπνευσμένα επινοούσαν οι εντεταλμένοι δεσποτάδες του Θεού και των Τούρκων. «Ο Θεός, αδελφοί, μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας, και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός...».

Η τριαδικότητα της «Ελληνικής Νομαρχίας» έγκειται στον λάβρο πολιτικό της λόγο, στον επαναστατικό της χαρακτήρα και στον ιστορικό της ρόλο. Χωρισμένη σε πέντε ενότητες, αποτελεί το πιο συναρπαστικό τεκμήριο των απαρχών του νεοελληνισμού, της πολιτικής του σκέψης, αλλά και του τρόπου με τον όποιο αυτός καλείται να ευτυχήσει. Ταυτόχρονα, η «Ελληνική Νομαρχία» είναι γραμμένη με λογοτεχνική διάθεση, έτσι που σε ορισμένες σελίδες πετυχαίνει να γίνεται ένα συναρπαστικό αφήγημα – δίχως να αποφεύγει πάντα τις αφηγηματικές υφέσεις. Γλωσσικά δεν υπάρχει εμπεδωμένο ενιαίο γλωσσικό ύφος, ωστόσο η ζωντάνια και η φλόγα του κειμένου περνάνε στον αναγνώστη. Εντύπωση προκαλούν οι γλωσσοπλαστικές ικανότητες του συγγραφέα. Η διάδοσή της και η επίδρασή της δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν με ακρίβεια, αν αναλογιστεί κανείς τη μελαγχολική πραγματικότητα των περιορισμένων εκδόσεών της έως και τις μέρες μας και κυρίως την τεράστια εθνική απροθυμία να πραγματοποιηθεί μια κριτική έκδοση του έργου. Η Ελλάδα, αιώνες αργότερα, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να έχει ξεμπλέξει με θεμελιώδεις διαστρεβλώσεις του παρελθόντος της.

Πρόκειται για ένα εμβληματικό κείμενο του νεότερου ελληνισμού, ένα τολμηρό πολιτικό μανιφέστο για την ελευθερία: «Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνη ή διά την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του».

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Σε έναν πολιτισμό που κυριαρχεί το πρόσωπο και αποθεώνεται η ατομικότητα, η ανωνυμία προκαλεί το ενδιαφέρον αλλά και την έρευνα προκειμένου να ταυτοποιηθεί ένα έργο με τον δημιουργό του – στην περίπτωσή μας ένα από τα σπανιότερα και πολυτιμότερα κείμενα του νεότερου ελληνισμού. Έτσι, είναι εύλογο, και ταυτόχρονα μάταιο, το να προσπαθούμε να μαντέψουμε ποιο ονοματεπώνυμο κρύβεται πίσω από αυτό το λαμπρό όσο και εξαιρετικά εύστοχο κείμενο του νεοελληνικού προεπαναστατικού διαφωτισμού.
Παρά τις κοπιώδεις κατά καιρούς προσπάθειες να αποδοθεί επιτέλους σε ένα πρόσωπο το εμβληματικό αυτό έργο, δεν κατέστη δυνατόν να λυθεί ο γρίφος που απασχολεί τη νεοελληνική γραμματεία.