Σ’ ένα άρθρο μου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο «Δημοψήφισμα ή εκλογές;»,
τόνιζα ότι στην περίπτωση που η κυβέρνηση υποβάλει σε δημοψήφισμα την
πρόταση των δανειστών και ο λαός την απορρίψει, ψηφίζοντας «Οχι», η χώρα
θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο, δεδομένου ότι:
«Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι δανειστές μας να αρνηθούν να προχωρήσουν σε νέες διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία. Τι θα γίνει τότε; Θα μπορέσει η κυβέρνηση να παραμείνει στην εξουσία όταν θα είναι αδύνατον να εκπληρώσει βασικές υποχρεώσεις του κράτους όχι προς τους δανειστές (αυτό θα είναι αδύνατο) αλλά προς τον λαό;»
Η απάντηση που έδινα σ’ αυτό το (υποθετικό τότε) ερώτημα ήταν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να υποβάλει την παραίτησή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα (λόγω αδυναμίας σχηματισμού άλλης κυβέρνησης από τη σημερινή Βουλή) την προκήρυξη εκλογών.
Η κυβέρνηση, ενώ ήταν ορατό το υποθετικό αυτό ερώτημα, επέλεξε την προκήρυξη δημοψηφίσματος για τις προτάσεις των δανειστών και ο λαός απάντησε, ορθά, με ένα ηχηρότατο «Οχι», με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να βρεθεί μετά το δημοψήφισμα μπροστά στο ερώτημα που έθετα στο άρθρο μου της 3.6.2015.
Μπορούσε, άραγε, να μη δεχτεί τις προτάσεις των δανειστών και να παραμείνει στην εξουσία; Προφανώς όχι, διότι αυτό θα ερμηνευόταν από τους δανειστές ως επιλογή για την έξοδο της χώρας από το ευρώ, ερμηνεία, όμως, την οποία δεν είχε το δικαίωμα να αποδεχτεί η κυβέρνηση, δεδομένης της επιθυμίας άνω του 70% του εκλογικού σώματος (δηλαδή όχι μόνο εκείνων που ψήφισαν «Ναι» στο δημοψήφισμα αλλά και πολλών από εκείνους που ψήφισαν «Οχι», ανάμεσα στους οποίους ήμουν και εγώ), να παραμείνει η χώρα στο ευρώ.
Ούτε, όμως, μπορούσε, η κυβέρνηση, όπως πρότεινα στο άρθρο μου της 3.6.2015, να υποβάλει την παραίτησή της στις 6.7.2015, με συνέπεια την προκήρυξη εκλογών για τους εξής λόγους:
Η μόνη, επομένως, επιλογή που είχε ο πρωθυπουργός, προκειμένου να υλοποιήσει τη βούληση του λαού, ήταν αυτή που τελικά έκανε. Η συμφωνία, όμως, που υπέγραψε, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος είναι μια κακή συμφωνία, με μόνα θετικά σημεία (ΑΝ υλοποιηθούν): τη δέσμευση για ουσιαστική ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, τα 35 δισ. για επενδύσεις, τα πολύ χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα σε τρία χρόνια με εξασφαλισμένες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και τη δυνατότητα σχετικής ανακούφισης των οικονομικά αδύνατων στρωμάτων, την πάταξη της διαπλοκής και της φοροδιαφυγής.
Στην ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή 39 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν ψήφισαν το πρώτο νομοσχέδιο που υλοποιεί τη συμφωνία, με το αιτιολογικό ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν δεν είναι σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Αυτό είναι σωστό. Μήπως, όμως, και οι 110 σύντροφοί τους που το ψήφισαν συμφωνούν; Ασφαλώς όχι. Ούτε φυσικά ο λαός.
Δεν σκέφτηκαν, όμως, οι 39, ότι αν και οι υπόλοιποι 110 ακολουθούσαν το παράδειγμά τους, η κυβέρνηση θα έπεφτε με πιθανή τελική έκβαση την έξοδο της χώρας από το ευρώ, σε αντίθεση με τη βούληση του λαού; Αρα ποια υπερτερεί; Υλοποίηση της βούλησης του λαού ή των δεσμεύσεων του κόμματος; Ασφαλώς η βούληση του λαού.
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη, για να ικανοποιήσει τη βούληση του λαού, να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, να ολοκληρώσει τη συμφωνία με την ψήφιση του ή των νομοσχεδίων που απαιτούνται γι’ αυτήν. Απ’ εκεί και πέρα, όμως, και για τα επόμενα 3 χρόνια, η υλοποίηση των νομοσχεδίων απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη ΟΛΩΝ των βουλευτών των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Αν αυτή δεν υπάρχει, η προσφυγή στις κάλπες το φθινόπωρο είναι αναπόφευκτη.
*πρώην αντιπροέδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
«Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι δανειστές μας να αρνηθούν να προχωρήσουν σε νέες διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία. Τι θα γίνει τότε; Θα μπορέσει η κυβέρνηση να παραμείνει στην εξουσία όταν θα είναι αδύνατον να εκπληρώσει βασικές υποχρεώσεις του κράτους όχι προς τους δανειστές (αυτό θα είναι αδύνατο) αλλά προς τον λαό;»
Η απάντηση που έδινα σ’ αυτό το (υποθετικό τότε) ερώτημα ήταν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να υποβάλει την παραίτησή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα (λόγω αδυναμίας σχηματισμού άλλης κυβέρνησης από τη σημερινή Βουλή) την προκήρυξη εκλογών.
Η κυβέρνηση, ενώ ήταν ορατό το υποθετικό αυτό ερώτημα, επέλεξε την προκήρυξη δημοψηφίσματος για τις προτάσεις των δανειστών και ο λαός απάντησε, ορθά, με ένα ηχηρότατο «Οχι», με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να βρεθεί μετά το δημοψήφισμα μπροστά στο ερώτημα που έθετα στο άρθρο μου της 3.6.2015.
Μπορούσε, άραγε, να μη δεχτεί τις προτάσεις των δανειστών και να παραμείνει στην εξουσία; Προφανώς όχι, διότι αυτό θα ερμηνευόταν από τους δανειστές ως επιλογή για την έξοδο της χώρας από το ευρώ, ερμηνεία, όμως, την οποία δεν είχε το δικαίωμα να αποδεχτεί η κυβέρνηση, δεδομένης της επιθυμίας άνω του 70% του εκλογικού σώματος (δηλαδή όχι μόνο εκείνων που ψήφισαν «Ναι» στο δημοψήφισμα αλλά και πολλών από εκείνους που ψήφισαν «Οχι», ανάμεσα στους οποίους ήμουν και εγώ), να παραμείνει η χώρα στο ευρώ.
Ούτε, όμως, μπορούσε, η κυβέρνηση, όπως πρότεινα στο άρθρο μου της 3.6.2015, να υποβάλει την παραίτησή της στις 6.7.2015, με συνέπεια την προκήρυξη εκλογών για τους εξής λόγους:
- α) Πρώτα απ’ όλα διότι με αυτήν της την ενέργεια θα βοηθούσε να στεφθούν με επιτυχία τα εδώ και πολύ καιρό σχέδια του Γερμανού υπουργού Οικονομικών για την εκπαραθύρωσή της.
- β) Μετά τις εκλογές της 25.1.15 και το δημοψήφισμα της 5.7.15, η χώρα δεν μπορούσε να αντέξει νέες πρόωρες εκλογές μέσα στο καλοκαίρι.
- γ) Αν, παρ’ όλα αυτά, προκηρύσσονταν εκλογές, η υπηρεσιακή κυβέρνηση που θα αναλάμβανε τη διεξαγωγή τους θα ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει την ασφυξία που θα επέβαλλαν στη χώρα οι δανειστές.
- δ) Κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι από τη νέα Βουλή που θα προέκυπτε από αυτές τις εκλογές θα σχηματιζόταν βιώσιμη κυβέρνηση, δηλαδή θα έπαιρνε ψήφο εμπιστοσύνης, και, τέλος
- ε) Η τελική κατάληξη πιθανόν να ήταν η ανεπιθύμητη για τον λαό έξοδος της χώρας από το ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η μόνη, επομένως, επιλογή που είχε ο πρωθυπουργός, προκειμένου να υλοποιήσει τη βούληση του λαού, ήταν αυτή που τελικά έκανε. Η συμφωνία, όμως, που υπέγραψε, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος είναι μια κακή συμφωνία, με μόνα θετικά σημεία (ΑΝ υλοποιηθούν): τη δέσμευση για ουσιαστική ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, τα 35 δισ. για επενδύσεις, τα πολύ χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα σε τρία χρόνια με εξασφαλισμένες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και τη δυνατότητα σχετικής ανακούφισης των οικονομικά αδύνατων στρωμάτων, την πάταξη της διαπλοκής και της φοροδιαφυγής.
Στην ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή 39 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν ψήφισαν το πρώτο νομοσχέδιο που υλοποιεί τη συμφωνία, με το αιτιολογικό ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν δεν είναι σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Αυτό είναι σωστό. Μήπως, όμως, και οι 110 σύντροφοί τους που το ψήφισαν συμφωνούν; Ασφαλώς όχι. Ούτε φυσικά ο λαός.
Δεν σκέφτηκαν, όμως, οι 39, ότι αν και οι υπόλοιποι 110 ακολουθούσαν το παράδειγμά τους, η κυβέρνηση θα έπεφτε με πιθανή τελική έκβαση την έξοδο της χώρας από το ευρώ, σε αντίθεση με τη βούληση του λαού; Αρα ποια υπερτερεί; Υλοποίηση της βούλησης του λαού ή των δεσμεύσεων του κόμματος; Ασφαλώς η βούληση του λαού.
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη, για να ικανοποιήσει τη βούληση του λαού, να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, να ολοκληρώσει τη συμφωνία με την ψήφιση του ή των νομοσχεδίων που απαιτούνται γι’ αυτήν. Απ’ εκεί και πέρα, όμως, και για τα επόμενα 3 χρόνια, η υλοποίηση των νομοσχεδίων απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη ΟΛΩΝ των βουλευτών των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Αν αυτή δεν υπάρχει, η προσφυγή στις κάλπες το φθινόπωρο είναι αναπόφευκτη.
*πρώην αντιπροέδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ