Σπύρος ΛίτσαςΟλοι όσοι έχουμε επαφή με τις ηλικίες 18-25, τους νέους δηλαδή αυτής
εδώ της χώρας, που είτε σπουδάζουν είτε αναζητούν τρόπο ένταξής τους
στην παραγωγική διαδικασία, διαπιστώνουμε ότι, αν όχι η πλειονότητα, ένα
μεγάλο μέρος αυτών είτε ετοιμάζεται να φύγει είτε ψάχνει τις κατάλληλες
προοπτικές για μετανάστευση στο εξωτερικό. Τα κράτη της ευρωζώνης είναι
πρώτα στις επιλογές των νέων μας, αλλά, καθώς η κρίση του 2008, που
επιμένω ότι δεν έχει ξεκινήσει ακόμα στον ευρωπαϊκό χώρο, μια και οι
κομβικές οικονομίες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας έχουν
καταφέρει μέχρι στιγμής να διατηρήσουν μέρος ή το σύνολο των δυνάμεών
τους, θα βαθαίνει, τότε θα στραφούν σε γεωγραφικές ζώνες μεγαλύτερων
ευκαιριών, όπως η Β. Αμερική, η Απω Ανατολή, η Ωκεανία.
Είναι αυτό μια αρνητική εξέλιξη; Ασφαλώς ναι, αλλά μέσα στον γενικότερο αρνητισμό υφίστανται και κάποια θετικά μεσο- και μακροσκοπικά δεδομένα. Από τη μια, αδυνατίζει διαρκώς η δυνατότητα του κράτους να διατηρεί αλώβητο τον κοινωνικό χαρακτήρα του, διαρρηγνύοντας με τον τρόπο αυτόν το κοινωνικό συμβόλαιο και τραυματίζοντας την κοινωνική συνοχή. Η συρρίκνωση του πληθυσμού ακυρώνει επίσης έναν σημαντικό συντελεστή υποκειμενικής ισχύος, όπως είναι η πληθυσμιακή πυκνότητα. Παράλληλα, αποστερεί την ελληνική κοινωνία από τα πλέον δυναμικά και δημιουργικά στοιχεία της. Η Ελλάδα έχει γνωρίσει τρία κύρια μεταναστευτικά ρεύματα. Το πρώτο στα τέλη του 19ου αιώνα - αρχές του 20ού, όταν αγροτικοί πληθυσμοί, κυρίως από την Πελοπόννησο, λόγω της κάθετης πτώσης στην τιμή της σταφίδας και της παύσης του εμπορίου του ίδιου προϊόντος με τη Γαλλία, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μαζικά προς τις ΗΠΑ.
Το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα, που προήλθε κυρίως από τη Μακεδονία, ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αφορούσε ανειδίκευτους εργάτες που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή στα εργοστάσια της Γερμανίας και τα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα είναι αυτό που ζούμε σήμερα και αφορά εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, με υψηλά προσόντα, που αναζητά όχι απλώς μια καλύτερη ζωή και έναν καλύτερο μισθό - αυτό μπορείς να το βρεις και ως πωλητής σε καφετέρια στη Βιένη ή στην Κοπεγχάγη. Αναζητά κανονικότητα, ομαλότητα, προοπτικές και σεβασμό από τον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Φεύγουν από την Ελλάδα τα δημιουργικά κομμάτια της, που απορροφώνται με μεγάλη ευκολία από τα κράτη της Ευρώπης, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο σοβαρή δουλειά γίνεται από το ελληνικό πανεπιστήμιο στην οικοδόμηση της προσωπικότητας αλλά και στην παροχή ισχυρού γνωσιολογικού υποβάθρου στους νέους και στις νέες αυτής της χώρας. Ενώ η Ελλάδα επενδύει εκατομμύρια στη μόρφωση των νέων της, οι νέες πατρίδες τους κερδίζουν την υπεραξία αυτών, αφού τους εντάσσουν αυτομάτως στις παραγωγικές διαδικασίες τους δίχως να ξοδεύουν ένα ευρώ.
Η φυγή αυτή όμως δεν έχει μόνο αρνητικό αντίκτυπο. Η Ελλάδα αποκτά ξανά έπειτα από πολλούς αιώνες μια βαθιά μορφωμένη διασπορά που θα αναλάβει σημαντικές θέσεις σε κομβικές θέσεις στην οικονομία, σε διεθνείς οργανισμούς, σε επιχειρήσεις κ.α. Η πρωτοβουλία πλέον ανήκει στην ελληνική Πολιτεία, που θα κληθεί να αποφασίσει αλλά και να αξιοποιήσει κατάλληλα τη διασπορά αυτή, οικοδομώντας ισχυρούς δεσμούς και όχι αφήνοντάς τη στο έλεος της λήθης και στην οξείδωση της απόστασης. Είναι στο χέρι της ελληνικής Πολιτείας να αποφασίσει αν από εδώ και πέρα οι χιλιάδες Ελληνες που φεύγουν ή θα φύγουν στο εξωτερικό θα αποκτήσουν ισχυρούς δεσμούς με το μητροπολιτικό κέντρο με πολιτιστικές, μορφωτικές, πολιτικές και άλλες δραστηριότητες ή αν θα μιλάμε για την τρίτη χαμένη γενιά των Ελλήνων μεταναστών, που τα παιδιά τους, στην καλύτερη, θα μιλούν τα ελληνικά ως τρίτη γλώσσα ή, στη χειρότερη, θα αναπτύσσουν συμπεριφορές γκροτέσκο στερεοτυπικές, όπως αυτές που ανέδειξε η ταινία «My big fat greek wedding». O ρόλος των πρεσβευτικών και των προξενικών Αρχών μας ανά τον κόσμο καθίσταται κομβικός για τις επόμενες πολλές δεκαετίες.
Σπύρος Ν. Λίτσας
Είναι αυτό μια αρνητική εξέλιξη; Ασφαλώς ναι, αλλά μέσα στον γενικότερο αρνητισμό υφίστανται και κάποια θετικά μεσο- και μακροσκοπικά δεδομένα. Από τη μια, αδυνατίζει διαρκώς η δυνατότητα του κράτους να διατηρεί αλώβητο τον κοινωνικό χαρακτήρα του, διαρρηγνύοντας με τον τρόπο αυτόν το κοινωνικό συμβόλαιο και τραυματίζοντας την κοινωνική συνοχή. Η συρρίκνωση του πληθυσμού ακυρώνει επίσης έναν σημαντικό συντελεστή υποκειμενικής ισχύος, όπως είναι η πληθυσμιακή πυκνότητα. Παράλληλα, αποστερεί την ελληνική κοινωνία από τα πλέον δυναμικά και δημιουργικά στοιχεία της. Η Ελλάδα έχει γνωρίσει τρία κύρια μεταναστευτικά ρεύματα. Το πρώτο στα τέλη του 19ου αιώνα - αρχές του 20ού, όταν αγροτικοί πληθυσμοί, κυρίως από την Πελοπόννησο, λόγω της κάθετης πτώσης στην τιμή της σταφίδας και της παύσης του εμπορίου του ίδιου προϊόντος με τη Γαλλία, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μαζικά προς τις ΗΠΑ.
Το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα, που προήλθε κυρίως από τη Μακεδονία, ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αφορούσε ανειδίκευτους εργάτες που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή στα εργοστάσια της Γερμανίας και τα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα είναι αυτό που ζούμε σήμερα και αφορά εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, με υψηλά προσόντα, που αναζητά όχι απλώς μια καλύτερη ζωή και έναν καλύτερο μισθό - αυτό μπορείς να το βρεις και ως πωλητής σε καφετέρια στη Βιένη ή στην Κοπεγχάγη. Αναζητά κανονικότητα, ομαλότητα, προοπτικές και σεβασμό από τον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Φεύγουν από την Ελλάδα τα δημιουργικά κομμάτια της, που απορροφώνται με μεγάλη ευκολία από τα κράτη της Ευρώπης, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο σοβαρή δουλειά γίνεται από το ελληνικό πανεπιστήμιο στην οικοδόμηση της προσωπικότητας αλλά και στην παροχή ισχυρού γνωσιολογικού υποβάθρου στους νέους και στις νέες αυτής της χώρας. Ενώ η Ελλάδα επενδύει εκατομμύρια στη μόρφωση των νέων της, οι νέες πατρίδες τους κερδίζουν την υπεραξία αυτών, αφού τους εντάσσουν αυτομάτως στις παραγωγικές διαδικασίες τους δίχως να ξοδεύουν ένα ευρώ.
Η φυγή αυτή όμως δεν έχει μόνο αρνητικό αντίκτυπο. Η Ελλάδα αποκτά ξανά έπειτα από πολλούς αιώνες μια βαθιά μορφωμένη διασπορά που θα αναλάβει σημαντικές θέσεις σε κομβικές θέσεις στην οικονομία, σε διεθνείς οργανισμούς, σε επιχειρήσεις κ.α. Η πρωτοβουλία πλέον ανήκει στην ελληνική Πολιτεία, που θα κληθεί να αποφασίσει αλλά και να αξιοποιήσει κατάλληλα τη διασπορά αυτή, οικοδομώντας ισχυρούς δεσμούς και όχι αφήνοντάς τη στο έλεος της λήθης και στην οξείδωση της απόστασης. Είναι στο χέρι της ελληνικής Πολιτείας να αποφασίσει αν από εδώ και πέρα οι χιλιάδες Ελληνες που φεύγουν ή θα φύγουν στο εξωτερικό θα αποκτήσουν ισχυρούς δεσμούς με το μητροπολιτικό κέντρο με πολιτιστικές, μορφωτικές, πολιτικές και άλλες δραστηριότητες ή αν θα μιλάμε για την τρίτη χαμένη γενιά των Ελλήνων μεταναστών, που τα παιδιά τους, στην καλύτερη, θα μιλούν τα ελληνικά ως τρίτη γλώσσα ή, στη χειρότερη, θα αναπτύσσουν συμπεριφορές γκροτέσκο στερεοτυπικές, όπως αυτές που ανέδειξε η ταινία «My big fat greek wedding». O ρόλος των πρεσβευτικών και των προξενικών Αρχών μας ανά τον κόσμο καθίσταται κομβικός για τις επόμενες πολλές δεκαετίες.
Σπύρος Ν. Λίτσας