Γιατί οι κερδοσκόποι βάλουν κατά της λίρας. H έλλειψη πολιτικής
στήριξης, η κεντρική τράπεζα και το αντίκτυπο στην οικονομία. Τι δείχνει
το παράδειγμα της Μαύρης Τετάρτης για τη στερλίνα.
Η Riksbank της Σουηδίας
αρνήθηκε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Αντί να παραδοθεί στους
κερδοσκόπους και να αφήσει την κορώνα να υποχωρήσει, η κεντρική τράπεζα
αύξησε το overnight επιτόκιο στο 500% μέσα σε τέσσερις
ημέρες. Δύο μήνες αργότερα, οι κερδοσκόποι επέστρεψαν και
η Riksbank υποχώρησε, επιτρέποντας την ελεύθερη διαπραγμάτευση της
κορώνας.
Ακόμη πιο σκληρή ήταν η κεντρική τράπεζα της Ταϊλάνδης. Προσωρινά αύξησε το τριήμερο επιτόκιο δανεισμού στο 1000% το Μάιο του 1997 και υπεραμύνθηκε με επιτυχία το «δέσιμο» του νομίσματός της, αλλά μόλις για δύο μήνες. Ο θρίαμβος των κερδοσκόπων τον Ιούλιο του 1997 σηματοδότησε την αρχή της Ασιατικής χρηματοοικονομικής κρίσης και της μετάδοσης στις αναδυόμενες αγορές, που κατέληξε στην χρεοκοπία της Ρωσίας τον επόμενο χρόνο.
Η σημερινή Τουρκία έχει πολλές ομοιότητες, αλλά και μία ζωτική διαφορά. Η κεντρική της τράπεζα δεν προσπαθεί να υπερασπιστεί ένα ανάρμοστο «δέσιμο» του νομίσματός της. Η λίρα ήδη διαπραγματεύεται ελεύθερα και έχει υποχωρήσει φέτος κατά 8% έναντι του δολαρίου μέχρι τις αρχές αυτής της εβδομάδας (καταγράφει πτώση 25% από τις αρχές του προηγούμενου έτους)
Η αντίδραση της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας είχε άμεσο αντίκτυπο. Η λίρα ενισχύθηκε κατά περίπου 5% έναντι του δολαρίου μέσα σε 4 ώρες, συμβάλλοντας ώστε να ανακτηθεί η ηρεμία στις διεθνείς αγορές και να αρθούν οι πιέσεις από άλλες αναδυόμενες χώρες. Το εάν θα έχει όμως, αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα εξαρτάται από την προθυμία της τουρκικής κεντρικής τράπεζας να συνεχίσει τη μάχη ακόμη παρά το ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα στοιχίσουν στην οικονομία πλήττοντας τον υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα.
Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν στηρίζουν τη λίρα.
Κατ’ αρχήν η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει ιστορικό ανορθόδοξης πολιτικής. Οι αγορές μπορεί να την ανάγκασαν να ακολουθήσει την τυπική προσέγγιση της αύξησης των επιτοκίων, αλλά σαφέστατα δεν είναι αυτή η ενστικτώδης αντίδραση της τράπεζας.Κατά δεύτερον, η κεντρική τράπεζα δεν έχει πολιτική στήριξη. Ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μόλις χθες, δημοσίως επέκρινε τις αυξήσεις επιτοκίων και προειδοποίησε την κεντρική τράπεζα «να δρα με υπευθυνότητα» για τον αντίκτυπο στην οικονομία.ι ενώ οι trader σοκαρίστηκαν από την αύξηση των επιτοκίων που ξεπέρασε κάθε εκτίμηση, ο αντίκτυπος ήταν βραχύβιος. Η λίρα επιστρέφει σε ισοτιμία 2,25 έναντι του δολαρίου. Αυτό υποδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης στο ότι η κεντρική τράπεζα θα επιμείνει στην πολιτική των υψηλότερων επιτοκίων.
Η Βρετανία, η Σουηδία και η Ταϊλάνδη δεν θέλησαν να αναλάβουν την οδύνη που συνεπάγεται η υπεράσπιση της συναλλαγματικής τους ισοτιμίας. Η Τουρκία μπορεί να χρειάζεται λιγότερο δραστικές κινήσεις από ότι απαιτήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 για να διαβεβαιώσει τους ξένους επενδυτές, αλλά και πάλι θα υπάρξει οδύνη για την οικονομία της, ενώ η πολιτική της χώρας βρίσκεται σε εμπύρετη κατάσταση.
Ο κίνδυνος παραμένει.
Ακόμη πιο σκληρή ήταν η κεντρική τράπεζα της Ταϊλάνδης. Προσωρινά αύξησε το τριήμερο επιτόκιο δανεισμού στο 1000% το Μάιο του 1997 και υπεραμύνθηκε με επιτυχία το «δέσιμο» του νομίσματός της, αλλά μόλις για δύο μήνες. Ο θρίαμβος των κερδοσκόπων τον Ιούλιο του 1997 σηματοδότησε την αρχή της Ασιατικής χρηματοοικονομικής κρίσης και της μετάδοσης στις αναδυόμενες αγορές, που κατέληξε στην χρεοκοπία της Ρωσίας τον επόμενο χρόνο.
Η σημερινή Τουρκία έχει πολλές ομοιότητες, αλλά και μία ζωτική διαφορά. Η κεντρική της τράπεζα δεν προσπαθεί να υπερασπιστεί ένα ανάρμοστο «δέσιμο» του νομίσματός της. Η λίρα ήδη διαπραγματεύεται ελεύθερα και έχει υποχωρήσει φέτος κατά 8% έναντι του δολαρίου μέχρι τις αρχές αυτής της εβδομάδας (καταγράφει πτώση 25% από τις αρχές του προηγούμενου έτους)
Η αντίδραση της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας είχε άμεσο αντίκτυπο. Η λίρα ενισχύθηκε κατά περίπου 5% έναντι του δολαρίου μέσα σε 4 ώρες, συμβάλλοντας ώστε να ανακτηθεί η ηρεμία στις διεθνείς αγορές και να αρθούν οι πιέσεις από άλλες αναδυόμενες χώρες. Το εάν θα έχει όμως, αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα εξαρτάται από την προθυμία της τουρκικής κεντρικής τράπεζας να συνεχίσει τη μάχη ακόμη παρά το ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα στοιχίσουν στην οικονομία πλήττοντας τον υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα.
Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν στηρίζουν τη λίρα.
Κατ’ αρχήν η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει ιστορικό ανορθόδοξης πολιτικής. Οι αγορές μπορεί να την ανάγκασαν να ακολουθήσει την τυπική προσέγγιση της αύξησης των επιτοκίων, αλλά σαφέστατα δεν είναι αυτή η ενστικτώδης αντίδραση της τράπεζας.Κατά δεύτερον, η κεντρική τράπεζα δεν έχει πολιτική στήριξη. Ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μόλις χθες, δημοσίως επέκρινε τις αυξήσεις επιτοκίων και προειδοποίησε την κεντρική τράπεζα «να δρα με υπευθυνότητα» για τον αντίκτυπο στην οικονομία.ι ενώ οι trader σοκαρίστηκαν από την αύξηση των επιτοκίων που ξεπέρασε κάθε εκτίμηση, ο αντίκτυπος ήταν βραχύβιος. Η λίρα επιστρέφει σε ισοτιμία 2,25 έναντι του δολαρίου. Αυτό υποδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης στο ότι η κεντρική τράπεζα θα επιμείνει στην πολιτική των υψηλότερων επιτοκίων.
Η Βρετανία, η Σουηδία και η Ταϊλάνδη δεν θέλησαν να αναλάβουν την οδύνη που συνεπάγεται η υπεράσπιση της συναλλαγματικής τους ισοτιμίας. Η Τουρκία μπορεί να χρειάζεται λιγότερο δραστικές κινήσεις από ότι απαιτήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 για να διαβεβαιώσει τους ξένους επενδυτές, αλλά και πάλι θα υπάρξει οδύνη για την οικονομία της, ενώ η πολιτική της χώρας βρίσκεται σε εμπύρετη κατάσταση.
Ο κίνδυνος παραμένει.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.